βρόχιος
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βρόχιος: -ον, ὁ διὰ βρόχου γινόμενος, β. μόρος, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Νόνν. (Ἰω. σ. 103, 5).
Spanish (DGE)
-ον β. μόρος muerte por ahorcamiento Nonn.Par.Eu.Io.8.22.
Greek Monolingual
βρόχιος, -ον (Α) βρόχος
φρ. «βρόχιος μόρος» — θάνατος με βρόχο, απαγχονισμός.