βόσπορος

English (LSJ)

ὁ, (βοὸς πόρος Opp.H.1.617) wrongly expld. by the Greeks as Ox-ford, name of several straits, βόσπορος Κιμμέριος, βόσπορος Θρᾴκιος, Hdt.4.12,83, etc. (also applied to the Hellespont by A.Pers.723, 746, S.Aj.884, Sch.adll. cc.):—Adj. Βοσπόρειος, ον, S.Fr.707: Βοσπόριος, α, ον, Id.Aj.l.c.: Βοσπορεῖον, τό, name of a temple, Dccr.Byz. ap. D.18.91: Βοσπορίτης [ι], ου, ὁ, dweller on the Bosporus, S.Fr.503: Βοσπορανός or Βοσπορηνός, ὁ, inhabitant of the kingdom of Bosporus, Str.7.4.7, 11.2.10, 16.2.39.

Spanish (DGE)

v. βόσμορον.

Mantoulidis Etymological

(=πέρασμα βοδιοῦ, πορθμός). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: βοός (βοῦς) + πόρος.