Βοσπορίτης
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
Spanish (DGE)
-ου, ὁ habitante del Bósforo S.Fr.503.
Russian (Dvoretsky)
Βοσπορίτης: ου ὁ Soph. = Βοσπορανός.