βότσε

Greek Monolingual

[ιταλ. voce = φωνή]
ως μουσικός όρος «μέτζα βότσε» (mezza voce)
τραγουδώντας ημιφώνως, δηλ. με υπόκωφο ήχο ή εκτελώντας με μισό ήχο.