βωκός, ὁ, contr. for βόαξ (q.v.).
v. βόαξ.
[Seite 469] zszg. = βόαξ, w. m. s.
βῶξ: βωκός, ὁ, συνῃρ. ἀντὶ βόαξ.
βῶξ: βῶκος ὁ стяж. Arst. = βόαξ.