γάγγλιον: τό, οἴδημα ὑπὸ τὸ δέρμα, ἐπὶ τενόντων καὶ συνδέσμων ἢ παρ’ αὐτά, Πολυδ. Δ΄,197, Παῦλ. Αἰγ. 6.39, κτλ.· (ἐν τῇ νεωτέρᾳ ἀνατομικῇ =σύνδεσμος ἢ συμπλοκὴ νεύρων). Πιθ. ἐγράφετο ἐξ ἀρχῆς γαγγάλιον. (Ἡσύχ.), ἀπόστημα ἀνώδυνον.
ου (τό) :
c. γαγγλίον.