γήρειον

English (LSJ)

τό, thistledown, Arat.921, Nic.Al.126, Th.329.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot. papo de cardo Arat.921, Nic.Al.126, Th.329, cf. γήραμα.

German (Pape)

[Seite 490] τό, die Federkrone auf dem reisenden Saamen einiger Pflanzen, Arat. 921; Nic. Al. 126. S. πάππος.

Greek (Liddell-Scott)

γήρειον: τό, ὁ χνοῦς ἀνθέων τινῶν ἀποξηρανθεὶς καὶ ἀποπίπτων ἢ ὑπ' ἀνέμου αἰρόμενος, κοιν. μαντατοῦρα ἢ κλέπτης, Λατ. pappus, Ἄρατ. 921, Νίκ. Ἀλ. 126.