γήρως

English (LSJ)

v. γῆρας.

Spanish (DGE)

v. γῆρας.

French (Bailly abrégé)

v. γῆρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γήρως gen. sing. van γῆρας.

Russian (Dvoretsky)

γήρως: стяж. gen. к γῆρας.

Greek (Liddell-Scott)

γήρως: συνῃρ. γεν. τοῦ γῆρας.

Greek Monotonic

γήρως: συνηρ. γεν. του γῆρας.