γαγγραινώδης

English (LSJ)

γαγγραινῶδες, gangrenous, of the gangrene kind, Hp.Epid.7.110, Gal. 11.818.

Spanish (DGE)

-ες
medic. de naturaleza gangrenosa, de donde gangrenado τὸ γ. ἀνέδραμεν ἄχρι πρὸς γόνυ lo gangrenado llegó hasta la rodilla Hp.Epid.7.110, τὰ γαγγραινώδη las zonas gangrenosas Gal.11.818, cf. Aët.1.13.

German (Pape)

[Seite 470] ες, der Gangräne ähnl., Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

γαγγραινώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γάγγραιναν, Ἱππ. 1238Ε.

Greek Monolingual

-ες (Α γαγγραινώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με γάγγραινα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαγγραινώδης -ες γάγγραινα gangreen-achtig. Hp.