ἄχρι
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
and ἄχρις (v. sub fin.):
I Adv. to the uttermost, τένοντε καὶ ὀστέα λᾶας ἀναιδὴς ἄχρις ἀπηλοίησεν Il.4.522; ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε 16.324, cf. 17.599.
2 after Hom., before Preps., ἄχρι εἰς Κοτύωρα X.An.5.5.4; ἄχρι ἐς ποταμόν Tab.Heracl.1.17; ἄχρι πρὸς τὸν σκοπόν, πρὸς τὴν πόλιν, Luc.Nigr.36, Herm.24; ἄχρις ἐπ' ἄκνηστιν A.R.4.1403; ἐπ' ὀστέον IG12(7).115.9 (Amorgos); ἄχρι ἐπὶ πολὺ τῶν πλευρῶν Thphr. Char.19.3; ἄχρις ἐς ἠῶ Q.S.6.177; ἄχρι ὑπὸ τὴν πυγήν Luc.DMort.27.4: less freq. after the Noun, ἐς τέλος ἄχρις Q.S.2.617, cf. Nonn. D. 5.153, etc.: rarely c. acc., ἄχρι.. θρόνον ἦλθεν IG14.2012 (Sulp. Max.): with an Adv., ἄχρι πόρρω still farther, Luc.Am.12; ἄχρι δεῦρο S.E.M.8.401.
II Prep. with genitive, even to, as far as,
1 of time, until, ἄχρι μάλα κνέφαος until deep in the night, Od.18.370; ἄχρι τῆς τήμερον ἡμέρας D.9.28; ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἄχρι τῆς τελευτῆς Id.18.179; ἄχρι γήρως Apollod.Com.2; ἄχρι δὲ τούτου until then, Sol.13.35; ἄχρι τοῦ νῦν Timostr.1, Ep.Rom.8.22; ἄχρι νῦν Luc. Tim.39, LXX Ge.44.28; ἄχρι παντός continually, Plu.Cic.6.
2 of Space, as far as, even to, ἄχρι τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ Hdt.2.138 (who elsewhere has μέχρι); ἄχρι τῆς ὁδοῦ IG12.893; ἄχρι τῆς πυλίδος SIG2587.25; ἄχρι τοῦ Πειραιῶς D.18.301; ἔδακνεν ἄχρι τῆς καρδίας Com.Adesp.475; ἄχρις ἥπατος Ti.Locr.101a, cf. 100e; ἄχρι τῆς πόλεως D.H.2.43; ἄχρι τοῦ δεῦρο Gal.10.676: after its case, ἰνίου ἄχρις Euph.41.
3 of Measure or Degree, ἄχρι τούτου = up to this point, D.23.122; ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν X.Smp.4.37; ἄχρι τοῦ θορυβῆσαι D.8.77; ἄχρι θανάτου Act.Ap. 22.4; ἄχρι τῆς πρὸς τὸν πλησίον δοξοκοπίας Polystr.p.19 W.
III as Conj., ἄχρι, ἄχρις with or without οὗ,
1 of time, until, so long as, ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράφετο X.HG6.4.37; ἄχρις ὅτου Epigr.Gr.314.24 (Smyrna); ἄχρι οὗ ἄν or ἄχρι ἄν with Subj., ἄχρι ἂν σχολάσῃ till he should be at leisure, X.An.2.3.2; ἄχρις οὗ ἂν δοκέῃ Hp.Fist.3; ἄχρις ἂν αἱ ἡμέραι παρέλθωσιν Id.Int.40; ἄχρι ἂν ἔχῃ τὸ ἴδιον ἐντελές [ἡ ἱστορία] Luc.Hist.Conscr.9: without ἄν, ἄχρις ῥεύσῃ Bion 1.47; ἄχρι οὗ τελευτήσῃ (v.l. -σει) Hdt.1.117; ἄχρι οὗ ἐπιλάμψῃ Plu.Aem.17; ἄχρι ἄν, c.inf., Epist.Mithr. in SIG741.37: c. inf. only, ἄχρις ἱκέσθαι ὀστέον Q.S.4.361.
2 of Space, so far as, διώξας, ἄχρι οὗ ἀσφαλὲς ᾤετο εἶναι X.Cyr.5.4.16: c. subj., αὐξάνεται εἰς μῆκος, ἄχρι οὗ δὴ ἐφίκηται τοῦ ἡλίου Thphr. HP 5.1.8; cf. μέχρι throughout. —Ep. poets use ἄχρι or ἄχρις, as the metre requires: in Ion. μέχρι is preferred (v. supr.): but ἄχρι, ἄχρις are more common in Hom. than μέχρι: the only Att. forms are ἄχρι, μέχρι, before both consonants and vowels, cf. Phryn.6, Moer.34; and so in Att. Inscrr. (where it is somewhat less freq. than μέχρι): ἄχρι ἄν with hiatus in IG2.2729, Hegesipp.Com.1.26; but ἄχρις Men.Sam.179.—Never in Trag. (ἄχρι, = ṃṃ-χρι, cf. μέχρι.)
Spanish (DGE)
ἄχρις
• Grafía: graf. ἄχρ{ο}ι GDI 3206.134 (Corcira), ἄχρεις POxy.1346 (II d.C.)
• Prosodia: [-ῐ]
• Morfología: ἄχρις ante vocal, ἄχρι en át. indistintamente ante vocal o cons., Phryn.6, Moer.32, koiné gener. sólo ἄχρι
I adv.
1 abs. hasta el fin, enteramente, completamente τένοντε καὶ ὀστέα λᾶας ἀναιδὴς ἄχρις ἀπηλοίησεν Il.4.522, cf. Hsch., ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρι ἄραξε Il.16.324, γράψεν δέ οἱ ὀστέον ἄχρι Il.17.599.
2 reforzando a una prep., indic. direcc., espacio o tiempo justo, precisamente ἄχρι εἰς Κοτύωρα X.An.5.5.4, ἄχρι ἐς ποταμόν TEracl.1.17 (IV a.C.), ἄχρι ἐς ἠῶ Q.S.6.177, ἀπὸ τῶν ἀνατολῶν ... ἄχρι πρὸς τὰς δύσεις Plb.3.37.7, ἄχρι πρὸς τὸν σκοπόν Luc.Nigr.36, ἄχρι πρὸς τὴν πόλιν Luc.Herm.24, ἄχρι ἐπ' ἄκνηστιν A.R.4.1403, ἄχρι ἐπὶ πολὺ τῶν πλευρῶν Thphr.Char.19.3, ἄχρι δ' ἐπ' ὀστέον ἦλθεν (βέλος) IG 12(7).115.9 (Amorgos II/I a.C.), ἄχρι ὑπὸ τὴν πυγήν Luc.DMort.22.4, a veces pospuesto ἐς τέλος ἄχρι Q.S.2.617, ἐς ὀμφαλὸν ἄχρι Nonn.D.5.153.
II prep.
1 ref. al espacio hasta c. gen. ἄχρι τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ Hdt.2.138, ἄχρι τε͂ς hοδō IG 12.893 (V a.C.), ἄχρι τῆς πυλίδος IG 22.1672.25 (IV a.C.), ἄχρι τοῦ Πειραιῶς D.18.301, ἔδακνεν αὐτὸν ἄχρι τῆς καρδίας Com.Adesp.475, ἄχρι τῶν πυλῶν Plb.11.14.7, cf. 12.26.8, ἄχρι τῆς πόλεως D.H.2.43, ἄχρι τοῦ Καυκάσου Plu.Ant.34, ἄχρι τοῦ δεῦρο hasta aquí Gal.10.676, en anástrofe διήρικεν ἰνίου ἄχρι Euph.69
•tb. c. ac. ἄχρι ... θρόνον ἦλθεν Sulp.Max.A8.
2 ref. al tiempo hasta, sólo hasta ἄχρι μάλα κνέφαος hasta muy entrada la noche, Od.18.370, ἄχρι τῆς τήμερον ἡμέρας D.9.28, ἄχρι δὲ τούτου ... ἐλπίσι τερπόμεθα hasta ese momento ... nos regocijamos con esperanzas Sol.1.35, ἄχρι τοῦ νῦν hasta el momento presente Timostr.1, Aristipp.(?) en PKöln 205.43, Ep.Rom.8.22, ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἄχρι τῆς τελευτῆς D.18.179, ἄχρι γήρως Apollod.Com.2, cf. Plb.Fr.46, ἄχρι αἰῶνος para siempre, hasta la eternidad LXX 2Ma.14.15, ἄχρι παντός hasta siempre, constantemente Plu.Cic.6
•durante c. gen. ἄχρι τῆς αὐτοῦ ζωῆς Io.Mal.Chron.M.97.328B.
3 ref. al grado o medida hasta el punto o momento de ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν X.Smp.4.37, ἄχρι τοῦ θορυβῆσαι D.8.77, ἄχρι θανάτου Act.Ap.22.4, ἄχρι τούτου hasta este punto D.23.122, cf. Polystr.Contempt.1.2.
4 c. adv. ἄχρι πόρρω Luc.Am.12, ἄχρι νῦν hasta ahora Luc.Tim.39, Longin.36.2, ἄχρι δεῦρο S.E.M.8.401.
III conj.
1 acompañada o no de οὗ hasta que c. ind. ἄχρι ἤλθομεν εἰς μέγαν κόλπον Hanno Peripl.14, ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράφετο X.HG 6.4.37, cf. Cyr.5.4.16, ἄχρι οὗ πολλῇ πρόσω κεχώρηκεν φλογί Call.Fr.195.23, ἄχρι ὅτου ψυχήν μου μητρὸς χέρες εἷλαν ἀπ' ὄσσων SEG 29.1003.29 (Roma III d.C.)
•c. subj. ἄχρι οὗ τελευτήσῃ Hdt.1.117, ἄχρι οὗ ἡ στυπτηρίη ὑγρὴ γένηται Hp.Fist.3, cf. Morb.1.29, Thphr.HP 5.1.8, CP 3.16.3, Plu.Aem.17, PYale 65.25 (II d.C.), ἄχρι μηκέτι δέχηται ἡ τροφή Hp.Vict.1.8, ἄχρι ἀποψύχῃς Bio 1.47, ἄχρι ὁμιλῇς ζωοῖς AP 7.472 (Leon.), cf. POxy.2722.40 (II d.C.)
•c. ἄν y subj. ἄχρι οὗ ἂν δοκέῃ ξυμπεφυκέναι Hp.Fist.3, cf. GDI 3206.135 (Corcira), ἄχρι ἂν σχολάσῃ X.An.2.3.2, cf. Hegesipp.Com.1.26, Luc.Hist.Cons.9, ἄχρεις ἂν παραγένωμαι POxy.1346 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.135.6 (IV d.C.), tb. ἄχρι ὅταν πληρωθῇ τοὺς φόρους POxy.1107.3 (V/VI d.C.)
•c. inf. ἄ ἂν ἀπ[ὸ τῶν] πολεμίων ἐμὲ γενέσθαι SIG 741.37 (I a.C.), ἄχρι ἱκέσθαι ὀστέον Q.S.4.361, πέπλα ... ἄχρι φορῆσαι Nonn.D.5.239.
2 mientras que c. ind. ἄχρι εὐδαιμόνουν Porph.Abst.3.15, c. ἄν y subj. τιμήσω σε, ἄχρι ἂν ζῶ te honraré mientras viva, IG 22.7873.8 (IV a.C.).
• Etimología: Etim. dud. Quizá la α- sea el grado ø *m̥- de *me- que aparece en μέχρι. En la segunda parte se suele ver un locat. del tema *gher-s- ‘mano’.
German (Pape)
[Seite 419] u. gew. vor Vocalen ἄχρις; obwohl Her. 2, 19 u. oft ἄχρι οὗ, u. nach Thom. Mag. immer bei Thuc. ἄχρι zu lesen, was auch die codd. zu bestätigen scheinen, auch Phryn. p. 14 die Formen mit ς ganz verwirft, Andere, wie Ammonius, einen Unterschied machen, ἄχρις sei άκριβῶς, ἄχρι nur Zeitbestimmung: so läßt sich doch nach Lob. zu Phryn. a. a. O. keine sichere Entscheidung treffen, da die codd. fast überall schwanken; die Attiker zogen übrigens μέχρι vor; vgl. auch Herodian. Scholl. Iliad. 12, 391. 16, 324. – 1) zu äußerst (ἄκρος), an der Oberfläche, Il. 17, 599; bis aufs äußerste, ganz u. gar, VLL. ἀκριβῶς, Il. 4, 522. 16, 324. – 2) bis, mit dem gen., ἄχρι μάλα κνέφαος, bis tief in die Nacht, Od. 18, 370; ἄχρι τῆς τελευτῆς, bis ans Ende, Dem. 18, 179; Sp. oft; ἄχρι τέλους Plut. Dem. 13; ἄχρι παντός, beständig, Cic. 6. Zuweilen steht bei Sp. der gen. voran; ἄχρι νῦν u. ἄχρι τοῦ νῦν, bis jetzt, Plut., Luc. u. A.; auch räumlich, ἄχρι περιφερείας, ἥπατος, Tim. Locr. 100 e 101 a; ἄχρι ῥίζης, bis auf die Wurzel, Plut. Fab. Max. 6; mit praepos., ἄχρι εἰς Κοτύωρα Xen. An. 5, 4, 4; ἄχρι πρὸς τὴν πόλιν Luc. Hermot. 24 u. oft. Mit adv., ἄχρι πόῤῥω Luc. amor. 12; ἄχρι δεῦρο, bis hierher, Plut. Ant. 34. Uebtr. ἄχρι τραυμάτων καὶ φόνων Plut. Coriol. 39; ἄχρι τοῦ μὴπεινῆν, bis zur Stillung des Hungers, Xen. Conv. 4, 37. – 3) Als conj., ἄχρι οὗ, bis daß, c. ind., Her. 1, 117 u. bes. Sp., wie Luc. u. Plut.; oder mit ἄν u. conj., in Beziehung auf die Zukunft, Luc. Tim. 23; Plut. Demetr. 36 u. oft. Selbst in or. obl., ἐκέλευσε περιμένειν ἄχρις ἂν σχολάσῃ Xen. A. 2, 3, 2; auch bleibt ἄν aus, so daß ἄχρι c. conj. vbdn ist, Bion. 1, 48; Plut. Aem. P. 17.
French (Bailly abrégé)
I. adv. à l'extrémité, d'où
1 à la surface;
2 jusqu'au fond, profondément;
II. prép. jusque :
1 avec idée de lieu, gén. ; ἄχρι εἰς XÉN jusque dans ; ἄχρι δεῦρο PLUT jusqu'ici;
2 avec idée de temps, gén. ; ἄχρι μάλα κνέφαος OD jusque profondément dans la nuit;
3 avec idée de mesure ou de degré ἄχρι τούτου DÉM jusqu'à ce point;
III. conj. 1 avec idée de lieu aussi loin que;
2 avec idée de temps jusqu'à ce que, tant que, aussi longtemps que.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu, être à la pointe, à l'extrémité ; cf. ἄκρος.
Russian (Dvoretsky)
ἄχρι:
I эп. и поздн. тж. ἄχρις adv.
1 поверх, вплотную (γράψαι τι Hom.);
2 совершенно, целиком (ὀστέον ἀπαράξαι Hom.).
II и ἄχρις praep. cum gen. (вплоть) до (ἄχρι τῆς ἐσόδου Her.; ἄχρι ἐτῶν εἴκοσι Arst.; ἄχρι τῆς τήμερον ἡμέρας Dem.; ἄχρι δεῦρο Plut.); ἄχρι μάλα κνέφαος Hom. до глубокой ночи; ἄχρι πρὸς τὴν πόλιν Luc. до самого города; ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν Xen. до полного насыщения.
III и ἄχρις conj. (до тех пор) пока, пока не: ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράψετο Xen. пока писалось это сочинение; ἄχρι οὗ τελευτήσῃ Her. пока он не умрет.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχρι: καὶ ἄχρις (ἴδε ἐν τέλει): Ι. ἐπίρρ., ὁλοσχερῶς, παντελῶς, Λατ. usque, ἀμφοτέρω δὲ τένοντε καὶ ὀστέα λᾷας ἀναιδὴς ἄχρις ἀπηλοίησεν Ἰλ. Δ. 522· ἀπὸ δ’ ὀστέον ἄχρις ἄραξε Π. 324, πρβλ. Ρ. 599. 2) μεθ’ Ὅμηρον, προτάσσεται τῶν προθέσεων, ὡς τὸ Λατ. usque, ἕως εἰς, ἄχρι εἰς Κοτύωρα, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 4· ἄχρι πρός τὸν σκοπόν, πρός τὴν πόλιν Λουκ. Νιγρ. 36, Ἑρμότ. 24· ἄχρις ἐπ’ ἄκνηστιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1403· ἄχρις ἐς ἠῶ Κόïντ. Σμ. 6. 177· ἄχρι ὑπό τὴν πυγὴν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4· σπανιώτερον μετὰ τὸ ὄνομα. ἐς τέλος ἄχρις ὁ αὐτ. 2.617, πρβλ. Νόνν. Δ. 5. 153. κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτ., ἄχρι… θρόνον ἦλθεν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 8· μετ’ ἐπιρρ., ἄχρι πόρρω, ἔτι περαιτέρω, ὁ αὐτ. Ἔρωτ. 12· ἄχρι δεῦρο Πλουτ. Ἀντών. 34. ΙΙ. πρόθ. μετὰ γεν., ἕως..., 1) ἐπὶ χρόνου, ἕως, μέχρι. ἄχρι μάλα κνέφαος, «ἤγουν ἄχρι βαθείας ἑσπέρας» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 370· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἄχρι τῆς σήμερον ἡμέρας Δημ. 118. 12· ἄχρι τῆς τελευτῆς ὁ αὐτ. 218. 11· ἄχρι γήρως Ἀπολλόδ. ἐν «Ἀφανιζομένῳ» 1· ἄχρι δὲ τούτου Σόλων 12. 35· ἄχρι τοῦ νῦν, μετὰ ἄρθρου, Τιμόστρ. ἐν «Ἀσώτῳ» 1· ἄχρι νῦν, ἄνευ τοῦ ἄρθρου, Λουκ. Τίμ. 39· ἄχρι παντός, διηνεκῶς, Πλουτ. Κικέρων 6. 2) ἐπὶ τόπου, μέχρις, ἕως, ἄχρι τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ Ἡρόδ. 2.138 (ὅστις ἀλλαχοῦ ἔχει μέχρι)· Τίμ. Λοκρ. 101Α, πρβλ. 100Ε· ἄχρι τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 2. 43· 3) ἐπὶ μέτρου ἤ βαθμοῦ, ἄχρι τούτου, μέχρι τούτου τοῦ σημείου, Δημ. 660, ἐν τέλ.· ἄχρι τοῦ μή πεινᾶν Ξεν. Συμπ. 4. 37· ἄχρι τοῦ θορυβῆσαι Δημ. 109. 11. ΙΙΙ. ὡς σύνδεσμ., ἄχρι οὗ ἢ ἄχρι μόνον. 1) ἐπὶ χρόνου, Λατ. donec, ἔστε, ἐφ’ ὅσον, ἐνόσω, ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράφετο Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 37· ἄχρις ὅτου Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 314. 24· ἄχρι οὗ ἂν ἢ ἄχρι ἂν μεθ’ ὑποτακτ., ἄχρι ἂν σχολάσῃ. μέχρις ὅτου εὐκαιρήση, Ξεν. Ἀν. 2. 3. 2· ἄχρι οὗ ἂν δοκέῃ Ἱππ. 884F· ἄχρι ἂν αἱ ἡμέραι παρέλθωσιν ὁ αὐτ. 553, ἐν τέλ.· ἀλλ’ ὁ ἂν συχνάκις παραλείπεται, καὶ μάλιστα παρὰ τοῖς μὴ Ἀττ. συγγραφ., ἄχρις. ῥεύσῃ Βίων 1. 47· ἄχρι οὗ τελευτήσῃ (διάφ. γραφ. -σει) Ἡρόδ. 1. 117· ἴδε Λοβ. Φρύν. 16 καὶ πρβλ. τὸ ἂν Α. Ι. 2. 2) ἐπὶ διαστήματος, διώξας. ἄχρι οὗ ἀσφαλὲς ὤετο εἶναι Ξεν. Κύρ. 5. 4, 16, πρβλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 1, 8· ἄχρι ἂν ἔχῃ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9. ― Πρβλ. μέχρι ὁλόκληρον τὸ ἄρθρ. ― Οἱ Ἐπικ. ποιηταὶ ἔχουσιν ἄχρι ἢ ἄχρις κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου: παρὰ τοῖς Ἴωσι συνηθέστερον εἶναι τὸ μέχρι (ἴδε ἀνωτ.)· ἀλλὰ τὸ ἄχρι, -ις εἶναι συνηθέστερον παρ’ Ὁμ. ἢ τὸ μέχρι: οἱ μόνοι Ἀττ. τύποι εἶναι ἄχρι, μέχρι πρὸ συμφώνων τε καὶ φωνηέντων, ὡς οἱ ἀττικίζοντες παρατηροῦσι (Φρύν. VI, σ. 14, Μοῖρις σ. 35, κτλ.)· οἱ Τραγ. οὐδαμοῦ μεταχειρίζονται τὰς λέξεις ταύτας· παρὰ τοῖς Κωμικ. ἡ πρὸ φωνήεντος χασμωδία ἐπιτρέπεται ὡς ἐν τῷ ὅτι καὶ ἄλλαις λέξεσι, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 93, Δίφιλ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 26. Παρὰ μεταγεν. συγγραφ. οἱ Ἐπικ. τύποι ἄχρις, μέχρις ὑπερίσχυσαν καὶ ἐκεῖθεν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰσήχθησαν καὶ εἰς χειρόγραφ. δοκίμων συγγραφ. (Εἰ καὶ τὰ μόρια ἄχρι καὶ μέχρι πλεῖστον ὅσον ὁμοιάζουσι πρὸς ἄλληλα κατὰ τε τὸν τύπον καὶ τὴν σημασίαν, ἐν τούτοις ὁ Κούρτιος δέν νομίζει ὅτι συγγενεύουσι κατὰ τὴν ῥίζαν, Κούρτ. σ. 545).
English (Strong)
or achris akh'-rece; akin to ἄκρον (through the idea of a terminus); (of time) until or (of place) up to: as far as, for, in(-to), till, (even, un-)to, until, while. Compare μέχρι.
English (Thayer)
and ἄχρις (the latter of which in the N.T. is nowhere placed before a consonant, but the former before both vowels and consonants, although euphony is so far regarded that we almost constantly find ἄχρι ἧς ἡμέρας, ἄχρις οὗ, cf. Buttmann, 10 (9); (Winer's Grammar, 42); and ἄχρι οὗ is not used except in L T Tr WH and T Tr WH; (to these instances must now be added T WH; T WH; WH (see their Appendix, p. 148); on the usage in secular authors (`where ἄχρι is the only Attic form, but in later authors the epic ἄχρις prevailed', Liddell and Scott, under the word) cf. Lobeck, Pathol. Elementa, vol. ii., p. 210f; Rutherford, New Phryn., p. 64; further, Klotz ad Devar. vol. ii. 1, p. 230f)); a particle indicating the terminus ad quem. (On its use in the Greek writings cf. Klotz as above, p. 224ff). It has the force now of a preposition now of a conjunction, even to; until, to the time that; (on its derivation see below).
1. as a preposition it takes the genitive (cf. Winer's Grammar, § 54,6), and is used a. of place: T Tr marginal reading WH omit; Tr text brackets); μερισμός, 2); ἄχρι καιροῦ, until a season that seemed to him opportune, καιρός, 2a.); until a certain time, for a season, ἄχρι (vel μέχρι, which see 1a.) τοῦ θερισμοῦ, WH marginal reading cf. ἕως, II:5); ἄχρι ἧς ἡμέρας until the day that etc. ἄχρι ( et al. ἕως) τῆς ἡμέρας ἧς, Tdf.); ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας and ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης, ἄχρι (ἄχρις R G) ἡμερῶν πέντε even to the space of five days, i. e. after (A. V. in) five days, ἄχρις (ἄχρι T Tr WH) αὐγῆς, ἄχρι τοῦ νῦν, ἄχρι τέλους, ἄχρι L T WH).
c. of Manner and Degree: ἄχρι θανάτου, μερισμός, 2).
d. joined to the relative οὗ (ἄχρις οὗ for ἄχρι τούτου, ᾧ) it has the force of a conjunction, until, to the time that: followed by the indicative preterite, of things that actually occurred and up to the beginning of which something continued, ἄχρις οὗ ἀνέστη βασιλεύς); L T Tr WH; ἄχρις οὗ ἄν); WH text (see 2below)); T Tr WH μεχρες); elz G; ἄχρις οὗ ἄν until, whenever it may be (cf. Winer's Grammar, § 42,5b.), ); as long as: Buttmann, 231 (199).
2. ἄχρις without οὗ has the force of a simple conjunction, until, to the time that: followed by subjunctive aorist, R G; L T Tr WH; ); G L T Tr WH); with indicative future, L T Tr WH); (ἄχρις ἄν followed by subjunctive aorist, WH text (see 1d. above)). Since ἄχρι is akin to ἀκή and ἄκρος (but cf. Vanicek, p. 22; Curtius, § 166), and μέχρι to μῆκος, μακρός, by the use of the former particle the reach to which a thing is said to extend is likened to a height, by use of μέχρι, to a length; ἄχρι, indicating ascent, signifies up to; μέχρι, indicating extent, is unto, as far as; cf. Klotz as above, p. 225f. But this primitive distinction is often disregarded, and each particle used of the same thing; cf. ἄχρι τέλους, μέχρι τέλους, Xenophon, symp. 4,37 περιεστι μοι καί ἐσθίοντι ἀρχι τοῦ μή πεινην ἀφίκεσθαι καί πινοντι μέχρι τοῦ μή διψην. Cf. Fritzsche on Ἄχρι occurs 20 times in the writings of Luke; elsewhere in the four Gospels only in Matthew 24:38.).
Greek Monolingual
ἄχρι και ἄχρις (AM)
Ι. επίρρ.
1. χρον. ώσπου
2. τοπ. μέχρι, ως («ἄχρι εἰς Κοτύωρα»)
II. πρόθ.
1. μέχρι, ως («ἄχρι τῆς εἰσόδου» — ως την είσοδο)
2. φρ. «ἄχρι παντός» — συνεχώς
III. (σύνδ.)
1. χρον. μέχρις ότου
2. τοπ. ως, μέχρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άχρι απαντά ως επίρρημα, πρόθεση και σύνδεσμος. Υπάρχει και τ. άχρις, το -ς του οποίου εξηγείται για λόγους ευφωνίας. Η λ. άχρι(ς) μπορεί να συνδυαστεί με άλλες προθέσεις (πρβλ. άχρι εις), ενώ ως πρόθεση συντάσσεται με γενική. Ως σύνδεσμος απαντά είτε μόνος του είτε με το ου (πρβλ. άχρι(ς) ου «μέχρι του σημείου που»). Η αρχική λειτουργία της λ. ήταν η επιρρηματική, αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως πρόθεση, ενώ η χρήση της ως συνδέσμου είναι υστερογενής. (Αντίστροφη εξέλιξη από αυτήν του έως). Ο τ. άχρι αντιστοιχεί επακριβώς με το αττ. μέχρι και πιθ. προήλθε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ινδοευρ. ρίζας me- «στο μέσον», που χρησιμοποιείται ως βάση επιρρημάτων-προθέσεων. Δηλ. άχρι(ς) < (ινδοευρ.) rn-ğhri- (s). Υποστηρίχτηκε όμως επίσης ότι η λ. προέκυψε πιθ. από συμφυρμό του μέχρι και ενός αγνώστου συνωνύμου επιρρήματος].
Greek Monotonic
ἄχρι: Επικ. επίσης ἄχρις·
I. 1. επίρρ., ολοκληρωτικά, ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μετά τον Όμηρ. πριν από πρόθ., ἄχρι εἰς... ἄχρι πρός..., Λατ. usquead..., σε Ξεν., Λουκ.
II. Πρόθ. με γεν., έως, μέχρι·
1. λέγεται για χρόνο· μέχρι, έως ότου, ἄχρι μάλα κνέφαος, μέχρι το βάθος της νύχτας, σε Ομήρ. Οδ.· ἄχριτῆς ἡμέρας, σε Δημ.
2. λέγεται για τόπο, μέχρι, έως εκεί, ἄχρι τῆς εἰσόδου, σε Ηρόδ.
3. λέγεται για μέτρο ή βαθμό, ἄχρι τούτου, μέχρι αυτό το σημείο, σε Δημ.· ἄχρι τοῦ μὴ πεινᾶν, σε Ξεν.
III. ως σύνδ. ἄχρι οὗ ή ἄχρι μόνο·
1. λέγεται για χρόνο, Λατ. doner, έως ότου, με τον όρο ότι..., εφόσον, ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράφετο, στον ίδ.· ἄχρι ἄν, με υποτ. ἄχρι ἂν σχολάσῃ, μέχρις ότου σχολάσει, στον ίδ.
2. χρησιμοποιείται για διάστημα, μέχρι εδώ, τόσο μακριά ως, στον ίδ., Λουκ.
Frisk Etymological English
ἄχρις
Grammatical information: adv., prep., conj.
Meaning: to the uttermost; as far as, until, as long as (Il.).
Derivatives: ἄχροι (Corcyra; after the locatives in -οι).
Origin: IE [Indo-European] [702] *me-ǵʰsri near, until
Etymology: Zero grade of μέχρι, q.v. On -ς s. Schrwyzer 404f, 650.
Middle Liddell
I. adv. to the uttermost, utterly, Il.
2. after Hom., before Preps., ἄχρι εἰς . . ἄχρι πρὸς . ., Lat. usque ad . ., Xen., Luc.
II. prep. with genitive even to, as far as:
1. of time, until, ἄχρι μάλα κνέφαος until deep in the night, Od.; ἄχρι τῆς ἡμέρας Dem.
2. of Space, as far as, even to, ἄχρι τῆς ἐσόδου Hdt.
3. of Degree, ἄχρι τούτου up to this point, Dem.; ἄχρι τοῦ μὴ πεινᾶν Xen.
III. as Conj., ἄχρι οὗ or ἄχρι alone:
1. of time, Lat donec, until, so long as, ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράφετο Xen.; ἄχρι ἄν with Subj., ἄχρι ἂν σχολάσηι till he should be at leisure, Xen.
2. of Space, so far as, Xen., Luc.
Frisk Etymology German
ἄχρι: ἄχρις (zum Auslaut Schwyzer 404f., 620)
{ákhri}
Forms: ἄχροι (Korkyra; nach den Adv. auf -οι).
Grammar: Adv., Präp. und Konj.
Meaning: ‘bis zum Ende, völlig; bis (zu); so lange als' (seit Il.);
Etymology: Vgl. μέχρι, das sich durch das dazu genau stimmende arm. merj nahe als alt erweist. Wahrscheinlich ist ἄχρι durch Kontamination von μέχρι und einem unbekannten synonymen Adverb entstanden. Näheres s. μέχρι.
Page 1,203
Chinese
原文音譯:¥cri 阿赫里
詞類次數:介詞(49)
原文字根:直到
字義溯源:直到,等到,等,到,等候,就⋯而論,甚至,至於,只要,趁著,暫且;源自(ἄκρον)*=極度)。這字有三方面的功用:
1)當副詞;到極限,全然地
2)當介詞;直到(時間),像那樣遠(地方)
3)當連詞;等到,及至。這字在新約多用作介詞或連詞。
同義字:1) (ἄχρι)直到 2) (ἕως)直等到
出現次數:總共(49);太(1);路(4);徒(16);羅(4);林前(3);林後(3);加(2);腓(2);來(3);啓(11)
譯字彙編:
1) 直到(21) 太24:38; 路1:20; 路21:24; 徒2:29; 徒7:18; 徒13:6; 徒20:6; 徒20:11; 徒22:4; 徒23:1; 徒26:22; 徒27:33; 羅8:22; 林前4:11; 林後3:14; 加4:2; 腓1:5; 腓1:6; 來4:12; 啓15:8; 啓17:17;
2) 到(9) 路17:27; 徒20:4; 徒22:22; 徒28:15; 羅1:13; 林後10:13; 林後10:14; 啓2:26; 啓18:5;
3) 直等到(3) 林前11:26; 啓7:3; 啓20:5;
4) 等到(3) 徒3:21; 啓2:25; 啓20:3;
5) 至(2) 啓2:10; 啓12:11;
6) 直等(2) 羅11:25; 林前15:25;
7) 一直到(1) 啓14:20;
8) 直到⋯為止(1) 徒1:2;
9) 直來⋯跟前(1) 徒11:5;
10) 在⋯以先(1) 羅5:13;
11) 等(1) 加3:19;
12) 等待(1) 路4:13;
13) 暫(1) 徒13:11;
14) 趁著(1) 來3:13;
15) 一直(1) 來6:11
English (Woodhouse)
Translations
until
Afrikaans: totdat, tot; Amharic: እስከ; Arabic: حَتَّى; Egyptian Arabic: لغايت; Hijazi Arabic: إلين; Asturian: hasta; Bashkir: тиклем, хәтлем, ҡәҙәр; Basque: arte; Belarusian: да; Bengali: অবধি, পর্যন্ত; Bulgarian: до; Burmese: အထိ; Catalan: fins; Chinese Cantonese: 到, 至; Mandarin: 直到, 直至, 至; Czech: do; Danish: indtil; Dutch: totdat, tot; Esperanto: ĝis; Estonian: kuni; Fala: hasta; Finnish: saakka, asti; French: jusque, jusqu'à; Galician: deica, endeica; Georgian: -მდე; German: bis, bis zu, bis an; Greek: μέχρι, ως; Ancient Greek: ἕως, μέχρι, μέχρις, μέσφα, ἄχρι, ἄχρις; Hebrew: עַד; Hindi: ... तक; Hungarian: -ig; Icelandic: þangað til, fyrr en, uns, þar til; Ido: til; Irish: go dtí; Old Irish: co; Italian: finché, fino a quando, fino a; Japanese: まで; Korean: 까지; Kurdish Northern Kurdish: heta, ta; Latin: usque ad; Latvian: līdz; Lithuanian: kol, iki; Macedonian: до, сѐ до; Malay: sehingga; Maltese: sa, sakemm; Maori: āpānoa, rā anō, rānō, tae noa ki; Mbyá Guaraní: peve; Mirandese: até; Ngazidja Comorian: hata mpaka; Occitan: fins; Old English: oþ; Persian: تا; Plautdietsch: bat; Polish: do, aż do; Portuguese: até, até que; Romanian: până, până când, până ce; Russian: до; Scottish Gaelic: gu, gus; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏; Roman: dȍ; Slovak: do; Slovene: do; Sorbian Lower Sorbian: do; Upper Sorbian: do; Spanish: hasta; Swahili: mpaka; Swedish: tills; Tajik: то; Tocharian B: eṃṣke; Turkish: -e kadar; Ukrainian: до; Urdu: ... تک, جب تک; Uyghur: -غىچە, -قىچە, -گىچە, -كىچە, -غا قەدەر, -قا قەدەر, -گە قەدەر, -كە قەدەر; Vietnamese: cho đến, đến, cho tới, tới; Walloon: diski, disk' a, disk' a tant ki; West Frisian: oant; Yiddish: ביז