γαλάζιος

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ αρσ. γαλάζιος, ουδ. γαλάζιν)
1. εκείνος που έχει το χρώμα του ουρανού
2. το ουδ. ως ουσ. το γαλάζιο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από συμφυρμό τών γαλανός + καλάσιος < καλαΐσιος < κάλαϊς «πολύτιμος λίθος με γαλάζιο χρώμα που πρασινίζει λίγο». Κατ' άλλους, προέρχεται από το γαλάϊζος (με μετάθεση) < τη μτχ. γαλαΐζον του γαλαΐζω < κάλαϊς, (με τροπή του κ- σε γ-)].