γαλανός

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλανός Medium diacritics: γαλανός Low diacritics: γαλανός Capitals: ΓΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: galanós Transliteration B: galanos Transliteration C: galanos Beta Code: galano/s

English (LSJ)

Doric for γαληνός.

German (Pape)

[Seite 471] dor. für γαλήνη, γαληνός.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό
1. αυτός που έχει το χρώμα του ξάστερου ουρανού ή της ήρεμης θάλασσας
2. ο γαλανομάτης
3. λευκός, άσπρος σαν το γάλα
4. το ουδ. ως ουσ. γαλανό, το
το ζαφείρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς < (βυζ.) καλανός < αρχ. καλάινος «αυτός που έχει χρώμα γαλάζιο ανοιχτό έως λευκό». Κατ' άλλους πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. γάλα.
(II)
γαλανός, -ή, -όν (δωρ. τ.) (Α)
ο γαληνός.