v. γαλήοψις.
και γαλίοψις, η (Α γαληόψις)ονομασία Αγγειόσπερμων Δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών Χειλανθών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + όψις].