γαλήνιος

English (LSJ)

γαλήνιον, = γαληνός, Luc.Halc.2.

Spanish (DGE)

-ον
tranquilo γ. λιμήν equivale a el reino de los cielos, Phys.M 131.10.

German (Pape)

[Seite 471] = γαληνός, Luc. Halc. 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλήνιος -ον, zie γαληνός.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλήνιος: Luc. = γαληνός.

Greek (Liddell-Scott)

γαλήνιος: ον=γαληνός, Λουκ. Ἁλκ. 2.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γαλήνιος, -ον)
ατάραχος, ήρεμος.