γαλαζόπετρα

Greek Monolingual

η
1. ο πολύτιμος λίθος κάλαϊς
2. ο θειικός χαλκός και το διάλυμά του με το οποίο ραντίζουν τ' αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλάζιος + πέτρα.