γαλακτοποιός
German (Pape)
[Seite 471] Milch machend, Schol. Nic. Th. 944.
Spanish (DGE)
-όν
que produce leche, βοτάνη Hdn.Gr.1.395, Sch.Nic.Th.944.
Greek Monolingual
-ό
αυτός που παράγει γάλα ή συντελεί στην παραγωγή γάλακτος («όργανα γαλακτοποιά»).