γαλακτοπώλης

English (LSJ)

γαλακτοπώλου, ὁ, milkseller, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de leche, lechero, Gloss.2.261.

Greek Monolingual

ο (Μ γαλακτοπώλης)
εκείνος που πουλάει ή διανέμει στα σπίτια το γάλα και τα προϊόντα του.