γαληναίος

Greek (Liddell-Scott)

γαληναίος: -α, -ον, =γαληνός, Ἀνθ. Π. 10. 21, κτλ.― Ἐπίρρ. –ως Σχόλ. εἰς Ὀδ. Η. 319.

Greek Monolingual

γαληναῖος, -α και -η, -ον (Α)
ο γαληνός.