γαληνιάζω
English (LSJ)
= γαληνιάω (be calm, find peace), Hp. Vict. 2, Ph. 1.276, Them. Or. 1.17a ; — Pass., aor. γαληνιασθῆναι Simp. in Epict. p. 20 D.
Spanish (DGE)
(γᾰληνιάζω)
estar en calma el mar, Ph.1.146, en metáf. del gobernante que pilota la nave βασιλεὺς δὲ ἅτε νῷ κυβερνώμενος γ. ἀναγκάζει τὸν κλύδωνα τῆς ἡλικίας Them.Or.1.17a, fig. del alma y sus pasiones, Ph.1.276, 2.280, cf. en v. pas., Simp.in Epict.p.20.
German (Pape)
[Seite 471] = folgdm, Hippocr.; öfter Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γαληνιάζω: τῷ ἑπομ., Ἱππ. 361, 35, Φίλων 1. 276, Θεμίστ. 17Α·―παθ., ἀόρ. γαληνιασθῆναι Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. 43C.