γαληνιάω
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
to be calm, find peace, χαίρει καὶ γ. Epicur.Fr.425, cf. Opp.C.1.115, Them.Or.15.195a; Ep.part. γαληνιόων, -ωσα, AP9.208, 5.34.7 (Rufin.).
Spanish (DGE)
(γᾰληνιάω)
• Morfología: [pres. c. diéct. γαληνιόων Orph.H.22.5, 54.11, Nonn.D.33.143, 41.402; impf. iter. γαληνιάασκε Mosch.2.115]
estar en calma el mar, Mosch.l.c., Orph.H.22.5, Luc.Halc.2, frec. fig., del sabio estoico μειδιάει ... γαληνιόων ἐνὶ πόντῳ AP 9.208, ἡ δὲ (πυγή) γαληνιόωσα χαράσσετο κύματι κωφῷ AP 5.35 (Rufin.)
•fig. tener paz, estar en calma ἡ ψυχὴ ... χαίρει καὶ γαληνιᾷ Epicur.425U., cf. Opp.C.1.115, Them.Or.15.195a, Synes.Hymn.5.80, Orph.H.54.11, Nonn.ll.cc.
German (Pape)
[Seite 471] windstill sein, Opp. Cyn. 1, 115; Themist.; ἐν βιότοιο πόντῳ Ep. ad. 575 (IX, 208); übh. ruhig, heiter sein, γαληνιόωσα πυγή Rufin. 2 (V, 35).
French (Bailly abrégé)
γαληνιῶ :
être calme, être serein.
Étymologie: γαλήνη.
Russian (Dvoretsky)
γᾰληνιάω: быть спокойным, безмятежным (βιότοιο ἐνὶ πόντῳ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γαληνιάω: εἶμαι γαλήνιος, Ὀππ. Κ. 1. 115, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 208, Θεμίστ. 195Α· Ἐπικ. μετοχ. γαληνιόωσα Ἀνθ. ΙΙ. 5. 35.
Greek Monotonic
γᾰληνιάω: είμαι ήρεμος, γαλήνιος· Επικ. μτχ. γαληνιόωσα, σε Ανθ.