γαληνιάω

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰληνιάω Medium diacritics: γαληνιάω Low diacritics: γαληνιάω Capitals: ΓΑΛΗΝΙΑΩ
Transliteration A: galēniáō Transliteration B: galēniaō Transliteration C: galiniao Beta Code: galhnia/w

English (LSJ)

to be calm, find peace, χαίρει καὶ γ. Epicur.Fr.425, cf. Opp.C.1.115, Them.Or.15.195a; Ep.part. γαληνιόων, -ωσα, AP9.208, 5.34.7 (Rufin.).

Spanish (DGE)

(γᾰληνιάω)
• Morfología: [pres. c. diéct. γαληνιόων Orph.H.22.5, 54.11, Nonn.D.33.143, 41.402; impf. iter. γαληνιάασκε Mosch.2.115]
estar en calma el mar, Mosch.l.c., Orph.H.22.5, Luc.Halc.2, frec. fig., del sabio estoico μειδιάει ... γαληνιόων ἐνὶ πόντῳ AP 9.208, ἡ δὲ (πυγή) γαληνιόωσα χαράσσετο κύματι κωφῷ AP 5.35 (Rufin.)
fig. tener paz, estar en calma ἡ ψυχὴ ... χαίρει καὶ γαληνιᾷ Epicur.425U., cf. Opp.C.1.115, Them.Or.15.195a, Synes.Hymn.5.80, Orph.H.54.11, Nonn.ll.cc.

German (Pape)

[Seite 471] windstill sein, Opp. Cyn. 1, 115; Themist.; ἐν βιότοιο πόντῳ Ep. ad. 575 (IX, 208); übh. ruhig, heiter sein, γαληνιόωσα πυγή Rufin. 2 (V, 35).

French (Bailly abrégé)

γαληνιῶ :
être calme, être serein.
Étymologie: γαλήνη.

Russian (Dvoretsky)

γᾰληνιάω: быть спокойным, безмятежным (βιότοιο ἐνὶ πόντῳ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γαληνιάω: εἶμαι γαλήνιος, Ὀππ. Κ. 1. 115, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 208, Θεμίστ. 195Α· Ἐπικ. μετοχ. γαληνιόωσα Ἀνθ. ΙΙ. 5. 35.

Greek Monotonic

γᾰληνιάω: είμαι ήρεμος, γαλήνιος· Επικ. μτχ. γαληνιόωσα, σε Ανθ.

Middle Liddell

to be calm, epic part. γαληνιόωσα Anth.