γαλλική, γαλλικόν, perhaps gelded, POxy.1836 (v/vi A. D.).
-ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία2. το θηλ. Γαλλική (και το ουδ. πληθ.) τα Γαλλικά ως ουσ.η γαλλική γλώσσα.