γαϊδουρόκομπος

Greek Monolingual

ο
1. ο κόμπος του σκοινιού με το οποίο δένουν τον γάιδαρο
2. ναυτ. κόμπος που ενώνει δυο σκοινιά και είναι δύσκολο να λυθεί.