κόμπος
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
(A), ὁ,
A din, clash, esp. such as is caused by the collision of two hard bodies, as when a boar whets his tusks, ὑπαὶ δέ τε κ. ὀδόντων γίγνεται Il.11.417, 12.149; stamping of dancers' feet, πολὺς δ' ὑπὸ κ. ὀρώρει Od.8.380; ringing of metal, E.Rh.383 (anap., pl.).
II metaph., boast, vaunt, ὁ κ. οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖ A.Th.425, cf. 473, Ag.613; οὐ πεπλασμένος ὁ κ., ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος Id.Pr.1031; Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει S.Ant.127 (anap.); κ. πάρεστι, i.e. I am proud of the deed, Id.Aj.96: rare in Prose and Com., ὅρα μὴ μάτην κ. ὁ λόγος εἰρημένος ᾖ Hdt.7.103; οὐ λόγων… κ. τάδε, μᾶλλον ἤ ἔργων… ἀλήθεια Th.2.41; ἀλαζονεία καὶ κ. τοῦ ψηφίσματος Aeschin.3.237; κ. κενοὶ ψοφοῦσιν Alex.25.9; of rhetorical bombast, Epicur.Sent.Vat.45.
2 rarely in good sense, praise, Pi.I.1.43, 5(4).24.
III in plural, molar teeth, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1479] ὁ, Lärm, Geräusch, Rasseln; bes. von zwei aneinanderschlagenden Körpern, wie es entsteht, wenn der Eber seine Zähne segt oder wetzt, Il. 11, 416. 12, 149; vom Gestampf der Tanzenden, Od. 8, 380; übh. S cha ll, Klang. – Gew. übertr., die Prahlerei, das Groß sprechen; ὁ κόμπος οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖ Aesch. Spt. 407, öfter; Ζεὺς γὰρ. μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει Soph. Ant. 127; τόδ' οὐ κόμπῳ λέγω Eur. Hel. 400, öfter; – auch τοιόσδ' ὁ κόμπος τῆς ἀληθείας γέμων οὐκ αἰσχρός, Aesch. Ag. 599; u. so im guten Sinne, das Rühmen, Soph. Ai. 96; Pind. κόμπον τὸν ἐοικότα ἀοιδᾷ κιρνάμεν, Ruhm, Lob, I. 4, 26; ἀγάνορα κόμπον φέρειν 1, 43, vgl. N. 8, 49. – In Prosa, ὅρα μὴ μάτην κόμπος ὁ λόγος οὗτος εἰρημένος εἴη Her. 7, 103; καὶ ἀλαζονεία Aesch. 3, 237; πλούτῳ δὲ ἔργου μᾶλλον ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα Thuc. 2, 40; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. bruit sonore, retentissant;
II. fig. bruit d'un discours sonore, emphatique :
1 emphase, jactance, vantardise;
2 en b. part juste sujet d'orgueil, gloire, renommée.
Étymologie: R. Κοπ, v. κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόμπος -ου, ὁ lawaai, rumoer, gekletter:. κόμπος ὀδόντων geknars van tanden Il. 11.417; πολὺς δ’ ὑπὸ κόμπος ὀρῶρει luid applaus steeg op Od. 8.380. opschepperij, grootspraak:. ὅρα μὴ μάτην κόμπος ὁ λόγος οὗτος εἰρημένος ᾖ kijk uit dat die woorden niet als ijdele grootspraak gezegd zijn Hdt. 7.103.2; οὐ λόγων... κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια dit zijn geen holle woorden, integendeel, het is de feitelijke waarheid Thuc. 2.41.2; κόμπος πάρεστι er is reden voor trots Soph. Ai. 96.
Russian (Dvoretsky)
κόμπος: ὁ
1 стук, щелканье (ὀδόντων Hom.);
2 стук, шум, хлопанье или топот: πολὺς ὑπὸ κ. ὀρώρει Hom. раздавался громкий шум (от пляски танцоров и хлопанья зрителей);
3 звон, бренчание (κόμποι κωδωνοκρότοι Eur.);
4 пустозвонство, похвальба: ὅδ᾽ οὐ πεπλασμένος ὁ κ. Aesch. это не пустые слова; μεγάλης γλώσσης κόμποι Soph. надменные речи; τόδ᾽ οὐ κόμπῳ λέγω Eur. я говорю это не из хвастовства; πλούτῳ ἔργου μᾶλλον ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα Thuc. мы пользуемся богатством для дела, а не для того, чтобы хвастаться им.
Greek (Liddell-Scott)
κόμπος: ὁ, κτύπος, θόρυβος, κρότος, ἰδίως ὁ ἐκ τῆς συγκρούσεως δύο σωμάτων παραγόμενος, οἷον ἐπὶ τῶν ὀδόντων τοῦ κάπρου, ὅταν ἀκονᾷ αὐτούς, ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων γίγνεται Ἰλ. Λ. 417., Μ. 149· ὁ κτύπος τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, πολὺς δ’ ὑπὸ κόμπος ὄρωρεν Ὀδ. Θ. 380· ὁ κρότος ἢ κωδωνισμὸς μετάλλου, Εὐρ. Ρῆσ. 384· πρβλ. κομπέω. ΙΙ. μεταφ., καύχησις, κομπορρημοσύνη, ὁ κόμπος οὐ κατ’ ἄνθρωπον φρονεῖ Αἰσχύλ. Θήβ. 425, πρβλ. 473, Ἀγ. 613· οὐ πεπλασμένος ὁ κ., ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1031· Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει Σοφ. Ἀντ. 127· κ. πάρεστι, δηλ. ὑπερηφανεύομαι διὰ τὸ ἔργον, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 96· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, ὅρα μὴ μάτην κ. ὁ λόγος εἰρημένος εἴη Ἡρόδ. 7. 103· οὐ λόγων… κ. τάδε, μᾶλλον ἢ ἔργων... ἀλήθεια Θουκ. 2. 41· κ. καὶ ἀλαζονεία Αἰσχίν. 87. 36· παρὰ κωμ., κ. κενοὶ ψοφοῦσιν Ἄλεξ. ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 9. 2) σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασ., ἔπαινος, Πινδ. Ι. 1. 60., 5 (4) 30.
English (Autenrieth)
clashing; ‘stamping’ of feet, Od. 8.380; ‘gnashing’ of the tusks of a wild boar, Il. 11.417, Il. 12.149.
English (Slater)
κόμπος vaunting, loud praise χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς (N. 8.49) χρή νιν (= ἀρετάν) εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.43) μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων (I. 5.24) σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 13.
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑM κόμπος)
κομπασμός, καύχηση («Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει», Σοφ.)
μσν.
μεγαλοπρεπής εορτή
αρχ.
1. χτύπος, θόρυβος, κρότος («ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων γίγνεται», Ομ. Ιλ.)
2. κουδούνισμα μετάλλου («κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους», Ευρ.)
3. (ρητ.) το πομπώδες ύφος
4. (σπαν. με καλή σημ.) έπαινος, εγκώμιο
5. (κατά τον Ησύχ.) πληθ. οἱ κόμποι
«ὀδόντες γομφίοι»
6. φρ. «κόμπος πάρεστι» — υπερηφανεύομαι για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική πιθ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Σχετίζεται με λ. παραπλήσιας σημ., όπως βόμβος, κόναβος «κρότος, πάταγος». Η λεξιλογική οικογένεια του κόμπος δήλωνε αρχικά την έννοια του θορύβου, η οποία εξελίχθηκε βαθμηδόν σε εκείνην του κομπασμού, που τελικά και επικράτησε.
ΠΑΡ. κομπάζω
αρχ.
κομπώ, -έω, κομπώ, -όω
αρχ.-μσν.
κομπηρός, κομπώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κομπηγόρος, κομπολακύθης, κομπολακώ, κομπολόγος, κομποποιώ, κομποστολώ, κομποφακελορρήμων
μσν.
κομπόδοξος
μσν.- νεοελλ.
κομπορρήμων. (Β' συνθετικό) αρχ. άκομπος, βαρύκομπος, γλωσσοκηλόκομπος, εύκομπος, ματαιόκομπος, μελίκομπος, μυκτηρόκομπος, ορτυγόκομπος, πολύκομπος, προδωσίκομπος, υπέρκομπος, υψίκομπος, φιλόκομπος.
(II)
και κόμβος, ο (ΑM κόμβος, Μ και κόμπος)
1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σχοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση του ενός άκρου του και με τη σύσφιγξή του
2. ρόζος φυτού, το σημείο από το οποίο φύονται τα φύλλα, αλλ. γόνατο
3. εμπόδιο, δυσκολία, δυσχέρεια
4. σταγόνα, ελάχιστη ποσότητα («βάλε μου έναν κόμπο κρασί»)
5. η μεσαία άρθρωση δακτύλου
νεοελλ.
1. καθετί που μοιάζει με σφαιροειδή όγκο
2. δυσκολία στην κατάποση ή στην αναπνοή, κόμπιασμα («έχω έναν κόμπο στην καρδιά»)
3. κομπόδεμα, πουγγί
4. (ο τ. κόμβος) α) τόπος αφετηρίας ή διασταύρωσης δρόμων ή σιδηροδρομικών, θαλάσσιων ή αεροπορικών γραμμών, στον οποίο παρουσιάζεται συνήθως αυξημένη κίνηση (α. «οδικός κόμβος» β. «σιδηροδρομικός κόμβος» γ. «συγκοινωνιακός κόμβος»
β) ναυτ. μονάδα ταχύτητας ίση με ένα ναυτικό μίλι ανά ώρα ή 0, 514 μέτρα ανά δευτερόλεπτο
γ) αστρον. η τομή του επιπέδου της τροχιάς που διαγράφει ένα ουράνιο σώμα με το επίπεδο της εκλειπτικής, όπως αυτά προβάλλονται στην ουράνια σφαίρα
δ) (ανατ.-φυσιολ.) ομάδα κυττάρων που παίζουν σημαντικό φυσιολογικό ρόλο στην παραγωγή της καρδιακής διέγερσης και στην κολποκοιλιακή αγωγή της
ε) γλωσσ. το σημείο εξάρτησης δύο άμεσων συστατικών στο διάγραμμα που απεικονίζει τη συντακτική δομή μιας πρότασης
στ) (ηλεκτρολ.) σημείο ηλεκτρικού κυκλώματος στο οποίο συνέρχονται τρεις τουλάχιστον ρευματοφόροι αγωγοί
ζ) φυσ. τα σημεία ενός στάσιμου κύματος στα οποία αντιστοιχεί μηδενικό πλάτος ταλάντωσης
5. φρ. «το 'δεσε κόμπο» — πίστεψε σε μια υπόσχεση και περιμένει
6. παροιμ. α) «κάνε κόμπο πρώτα αν θες να μη χάσεις τη βελονιά σου» — για κάθε ενέργειά σου να είσαι προνοητικός
β) «ας δένει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος» — θησαύριζε και μη δίνεις σημασία στις κατακρίσεις του κόσμου
νεοελλ.-μσν.
φρ. «έφτασε ο κόμπος στο χτένι» ή «ἦρθε ὁ κόμπος εἰς τὸ κτένι» — η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο
μσν.
1. ανωμαλία του εδάφους
2. δάκρυ
3. κρίσιμη στιγμή
4. φρ. «δένω κόμπο» — συναντιέμαι, σμίγω
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ κόμβοι
οι γομφίοι
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) υψηλός τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με λ. της βαλτοσλαβικής οικογένειας που σημαίνουν «κρεμώ» (πρβλ. λιθουαν. kabinti «κρεμώ», kıbti «κρεμιέμαι», ρωσ. skoba «σιδερένια θηλειά»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με σκαμβός «κυρτός» και με το ανθρωπωνύμιο Σκόμβος, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα (s)kamb- «κυρτούμαι». Ο τ. κόμπος
προήλθε με κλειστοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -μβ- (πρβλ. βαμβάκι: μπαμπάκι). Ο τ. κόμπος / κόμβος απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή κομβ(ο)- σε αρχαία σύνθετα και σε λίγα μεσαιωνικά, ενώ με τη μορφή κομπο- στα περισότερα μεσαιωνικά και σε όλα τα νεοελληνικά σύνθετα.
ΠΑΡ. κομβίο(ν)
αρχ.-μσν.
κομβώ
μσν.- νεοελλ.
κομπώνω
νεοελλ.
κομπιάζω, κομπωτός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κομβοθηλεία
μσν.
κομβοθήκη, κομποθήλυκον
μσν.- νεοελλ.
κομβολόγιον / κομπολόι, κομβοσχοίνι(ον) / κομποσκαίνι, κομποδένω
νεοελλ.
κομπογιαννίτης, κομπολύτης, κομπόπλεγμα, κομποραχιά].
Greek Monotonic
κόμπος: ὁ,
I. 1. θόρυβος, κρότος, κτύπος, όπως αυτός που κάνουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου όταν τους ακονίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· χτύπος των ποδιών χορευτή, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. μεταφ., κομπασμός, καυχησιά, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. σπανίως με θετική σημασία, έπαινος, σε Πίνδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: noise, clattering when something is struck, loud noise, ostentaiton (Il.).
Compounds: Compp., e. g. ὑπέρκομπος = extremely noisy, ostentatious (A., Men.).
Derivatives: κομπώδης ostentatious (Th., Plu.), κομπός m. resplendent, vaunting (E.; on the accent Schwyzer 459), κομπηρός sounding loudly (Arist.-comm., sch.). Denomin.: 1. κομπέω clash (Μ 151), strike (against) (D. L.), usu.. flaunt (with sthing), boast (Pi.; on the formation Schwyzer 726 w. n. 5). 2. κομπάζω flaunt, boast (B. and A.), strike (a pot), to try its quality (pap.) with κομπάσματα pl. (rarely sg.) boasting (A.), κομπασμός ostentation (Plu.), κομπασία sounding, striking (pap.), κομπαστής parader (Ph., Plu.) with κομπαστικός (Poll.), κόμπασος (Hdn.), Κομπασεύς [who would belong to the Κόμπος-district (Ar.). 3. κομπόω (Pass.) show off (D. C.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: No etymology, prob. onomatopoetic; cf. on βόμβος, κόναβος and κόμβα. Wrong IE. interpretations in Bq. Fur. 380 compares κόναβος without the vowel, for which I see no basis.
Middle Liddell
κόμπος, ὁ,
I. a noise, din, clash, as of a boar's tusks when he whets them, Il.; the stamping of dancers' feet, Od.
II. metaph. a boast, vaunt, Hdt., Aesch., etc.
2. rarely in good sense, praise, Pind.
Frisk Etymology German
κόμπος: {kómpos}
Grammar: m.
Meaning: Geräusch, Geklirr beim Anschlagen an einen Körper, lauter Lärm, Prahlerei (vorw. poet. seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. ὑπέρκομπος übermäßig lärmend, großprahlend (A., Men.).
Derivative: Ableitungen: κομπώδης großprahlerisch (Th., Plu.), κομπός m. Prahler, prahlend (E.; zum Akzent usw. Schwyzer 459), κομπηρός laut klingend (Arist.-Komm., Sch.). Denominativa: 1. κομπέω klirren (Μ 151), klirren machen, anschlagen (D. L.), gew. ‘(mit etwas) prahlen, sich blähen’ (vorw. poet. seit Pi.; zur Bildung Schwyzer 726 m. A. 5). 2. κομπάζω prahlen, sich blähen (vorw. poet. seit B. und A.), ‘(ein Geschirr) anschlagen, um den Gehalt zu prüfen’ (Pap.) mit κομπάσματα pl. (selten sg.) prahlende Reden (A. usw.), κομπασμός Prahlerei (Plu.), κομπασία das Klirrenmachen, Anschlagen (Pap.), κομπαστής Prahler (Ph., Plu. u. a.) mit κομπαστικός (Poll.), auch s. v. a. "Anschläger" (Pap.), κόμπασος (Hdn.), Κομπασεύς ‘dem (angeblichen) Κόμπος-Gau angehörig’ (Ar.). 3. κομπόω (Pass.) ‘mit etwas prahlen’ (D. C.).
Etymology: Ohne Etymologie, wahrscheinlich onomatopoetisch; vgl. zu βόμβος, κόναβος und κόμβα. Verfehlte idg. Deutungsversuche bei Bq.
Page 1,909-910
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=θόρυβος, καύχηση). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό κόπτω (=χτυπῶ). Γιά παράγωγα δές στό κομπάζω.
Translations
boast
Afrikaans: spog; Armenian: պարծենկոտություն; Azerbaijani: lovğalıq, gopçuluq, öyüngənlik, öyünmə; Belarusian: хвальба, самахвальства; Bulgarian: самохвалство; Chinese Czech: samochvála; Danish: pral; Dutch: opscheppen; Esperanto: fanfaronaĵo; Finnish: omakehu; French: vantardise, fanfaronnade; Galician: chufa; German: Angeben, Prahlen; Ancient Greek: καύχημα, κόμπος; Hebrew: התרברבות, התפארות; Hungarian: hencegés, dicsekvés; Icelandic: mont, gort, sjálfshól; Irish: braig; Italian: vanteria, guasconeria; Macedonian: фалење; Malayalam: പൊങ്ങച്ചം, വീമ്പ്; Norwegian Bokmål: skryt; Old English: ġielp; Persian: خودستایی, لاف, بوش; Polish: przechwałki, samochwalstwo; Portuguese: ostentação; Quechua: anchaykachay; Romanian: lăudăroșenie, fanfaronadă; Russian: хвастовство, бахвальство, самохвальство; Slovak: chvastanie; Slovene: hvalisanje, bahanje; Spanish: presunción, alarde, fanfarronada, vanagloria, ostentación, jactancia; Swedish: skryt; Turkish: böbürlenme, iftihar etme, övünme; Ukrainian: хвастощі, хвастовство, похваляння, хвальба, вихвалка, самохвальство