γδουπέω

English (LSJ)

poet. form for δουπέω (sound heavy, sound dead, strike heavily), esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.

German (Pape)

[Seite 476] p. = δοῦπος, δουπέω in Zusammensetzungen, vgl. ἐρίγδουπος; Tmesis Iliad. 11, 45 ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκειται τό γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον.

French (Bailly abrégé)

épq. c. δουπέω.

Greek Monotonic

γδουπέω: μέλ. -ήσω, ποιητ. τύπος αντί δουπέω· ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

poet. form for δουπέω, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.