γελωτός

English (LSJ)

γελωτή, γελωτόν, prob. f.l. for γελοῖος, Olymp.in Alc.p.10C.

Spanish (DGE)

-όν
ridículo γελωτὸν ἂν εἴη τὸ πρᾶγμα Sopat.Rh.ad Hermog.46.13.