γελώωντες, v. γελάω.
impf. épq. de γελάω.
γελώων: v.l. γελοίων эп. impf. к γελάω.
γελώων: γελώωντες, ἴδε ἐν λ. γελάω.
γελώων: γελώωντες, Επικ. τύποι· βλ. γελάω.