γελώων

English (LSJ)

γελώωντες, v. γελάω.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. de γελάω.

Russian (Dvoretsky)

γελώων: v.l. γελοίων эп. impf. к γελάω.

Greek (Liddell-Scott)

γελώων: γελώωντες, ἴδε ἐν λ. γελάω.

Greek Monotonic

γελώων: γελώωντες, Επικ. τύποι· βλ. γελάω.