γενίτσαρος
Greek Monolingual
και γιανίτσαρος και γιανίτσαρης και γενίτσαρης και γενίτσερος, ο (Μ γιανίτσαρος)
στρατιώτης του ειδικού εκείνου σώματος τουρκικού πεζικού το οποίο αποτελούσαν εξισλαμισμένα παιδιά χριστιανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yeni-ceri «νέος στρατός»].