-ατος, τό, = γενέθλη (offspring), Iamb. ap. Sch.Hes.Th.459.
-ματος, τόvástago, hijo Κρόνος εἴρηται ... κιρνᾶν ἕκαστα τῶν γενεθλιωμάτων Sch.Hes.Th.459.
[Seite 482] τό, = γέννημα, Schol. Hes. Th. 459.
γενεθλίωμα: τό, = γενέθλη, Ἰαμβλ. παρὰ Σχολ. Ἡσ. Θ. 459.