γεννηματικός

English (LSJ)

γεννηματική, γεννηματικόν, = γεννητικός, J.BJ4.8.3.

Greek (Liddell-Scott)

γεννηματικός: -ή, -όν, = γεννητικός, Ἰώσηπ. II. Ι. 4. 8, 3.

Greek Monolingual

γεννηματικός -ή, -όν (AM) γέννημα
ο παραγωγικός.