γεραίτερος

English (LSJ)

γεραίτατος, Comp. and Sup. of γεραιός (q.v.).

Spanish

miembro del consejo de ancianos, senador

German (Pape)

[Seite 485] -τατος, compar. u. superl. zu γεραιός.

French (Bailly abrégé)

v. γεραιός.

Greek (Liddell-Scott)

γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ γεραιός, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. και υπερθ. του γεραιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεραίτερος comp., zie γεραιός.

Lexicon Thucydideum

senior, elder, 6.18.6.