γεραιός

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεραιός Medium diacritics: γεραιός Low diacritics: γεραιός Capitals: ΓΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: geraiós Transliteration B: geraios Transliteration C: geraios Beta Code: geraio/s

English (LSJ)

γεραιά, γεραιόν, (γέρων, γῆρας)
A = γηραιός, old: in Hom. (who never has γηραιός) always of men, with notion of dignity (v. infr.), cf. Pi. N.4.89; ὁ γεραιός that reverend sire, Il.1.35, etc.; γεραιέ 10.164, etc.; but γεραιάς (acc. pl. fem.) 6.87 (cf. 270, 287) is f.l. for γεραίρας, v. γεραρός: Comp. γεραίτερος Od.3.24, A.Eu.848, Hdt.6.52; γονῇ πεφυκὼς γ. (-τέρᾳ codd.) S.OC1294; freq. in political sense, οἱ γεραιοί = the elders, senators, X.Cyr.1.5.5, Pl.Lg.952a, IG14.2445 (Massilia): Sup. γεραίτατος Ar.Ach.286, Pl.Lg.855e, etc.; rarely, = πρεσβύτατος, eldest, Theoc.15.139.
II of things, ancient, πόλις A.Ag.710 (lyr.); χείρ E.Hec.64 (lyr.). (γεραῐός Tyrt.10.20, E.HF446 (lyr.); cf. γεραός.)

Spanish (DGE)

-ά, -όν
• Alolema(s): γεραός, -ή, -όν S.OC 200, 238, Tim.15.214
• Morfología: [compar. γεραίτερος Il.9.60, 24.149, Od.3.24, gen. γεραιοτέροιο hex. en PLit.Lond.37.6; sup. γεραίτατος Alcm.1.14]
I 1ref. a pers. viejo, anciano ἣν ὁ γ. πορθμεὺς ἦγε Χάρων Minyas 1, προπάτωρ Pi.N.4.89, πατήρ S.OC 238, cf. 1690, E.HF 447, σῶμα σόν S.OC 200, χείρ E.Hec.64, πώγων Nic.Fr.74.71
compar. mismo sent. viejo, anciano op. νέος: κῆρύξ τις οἱ ἕποιτο γεραίτερος que le acompañe un heraldo anciano, Il.24.149, αἰδὼς δ' αὖ νέον ἄνδρα γεραίτερον ἐξερέεσθαι Od.l.c., γεραιτέρα γὰρ εἶ A.Eu.848
subst. οἱ δὲ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῖς ἀγάλλονται X.Mem.2.1.33, ἅπαντα τῶν γεραιτέρων τὰ νόμιμα Antipho 4.1.6, cf. Pl.Lg.952a
sup. muy viejo, el más viejo ὦχαρνέων γεραίτατοι cóm. ¡oh los más venerables de los acarnienses! al coro de viejos, Ar.Ach.286, οἱ λόγιοι τε καὶ γεραίτατοι μυθολο[γ] οῦσι Μακεδ[ό] νων Satyr.Vit.Eur.39.20.30.
2 no ref. a pers. viejo, antiguo Πριάμου πόλις γ. A.A.710, compar. mismo sent. ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (φίλων) φίλει E.Fr.362.21, cf. Men.Mon.572.
3 compar. y sup. c. un referente o segundo término expreso o implícito de más edad, mayor que ὃς σεῖο γεραίτερος yo que soy de más edad que tú (Nestor a Diomedes) Il.9.60, μετὰ τοῖσι γεραίτερος εὔχομαι εἶναι me ufano de ser el mayor en edad entre ellos, Od.3.362, γονῇ πεφυκὼς ... γεραιτέρᾳ siendo el descendiente mayor entre dos hermanos, S.OC 1294, ἀμφότερα τὰ παιδία ἡγήσασθαι βασιλέας, τιμᾶν δὲ μᾶλλον τὸν γεραίτερον Hdt.6.52, τοῖσι γεραιτέροισι τεσσαράκοντα ἐτέων Hp.Aër.10.10, cf. Sapph.121.2, Archil.132.3, PLit.Lond.l.c.
sup. el mayor Ἑκάβας ὁ γεραίτατος εἴκατι παίδων Theoc.15.139, cf. Alcm.l.c.
II subst. ὁ, ἡ, γ.
1 ὁ γ. anciano en Hom. sólo sg. nom. y voc., de pers. c. cierto rango (Crises, Príamo, Néstor, etc.) Il.1.35, 3.191, 10.77, frec. en voc. Φοῖνιξ, ἄττα γεραιέ, διοτρεφές Il.9.607, σχέτλιός ἐσσι, γεραιέ Il.10.164, cf. 11.648, 24.433, Od.2.201, como fórmula de respeto εἰπὲ γεραιὲ παλαιγενές h.Merc.199, ὦ γεραιέ (al sacerdote de Zeus), S.OT 9, ὦ γεραιὲ Τειρεσία S.Ant.991
gener. anciano, viejo op. ‘joven’ οὔτε νέον τιν' οὔτε γεραόν Tim.l.c., μὴ ... φεύγετε τοὺς γεραιούς no abandonéis a los ancianos dicho a los jóvenes, Tyrt.6.20, γεραιῶν πλῆθος πολιᾷ πεπυκασμένων LXX 3Ma.4.5.
2 ἡ γ. mujer venerable, señora respetable tanto por su edad como por una posición relevante en la ciudad, en Hom. sólo plu. ἡ δὲ ξυνάγουσα γεραιὰς νηὸν Ἀθηναίης Il.6.87, cf. 270, 287, 296
sg. γυνὴ καὶ γ. καὶ ἑπτὰ παίδων μητήρ respetable señora, madre de siete hijos LXX 4Ma.16.1
en voc. como fórmula de respeto ὦ γεραιά a la nodriza, S.Tr.873, E.Med.133.
3 οἱ γεραιοί = los ancianos, el consejo de ancianos ὁ δῆμος καὶ οἱ γεραιοὶ ἐτίμησαν CRIA 10B.5 (II a.C.), cf. IEphesos 1602.15, 4327.5 (ambas II d.C.)
compar. mismo sent. οἱ βουλεύοντες γεραίτεροι el Consejo de ancianos X.Cyr.1.5.5, cf. Luc.Tox.50
sg. γεραίτερος = miembro del consejo de ancianos, senador, IG 14.2445 (Masalia).

German (Pape)

[Seite 484] (vgl. γέρας, γέρων), vornehm, ehrwürdig, bes. durch Alter, und geradezu = alt, hochbejahrt. Hom. nom. γεραιός u. voc. γεραιέ, beides oft, femin. γεραιαί Iliad. 6, 296, accus. γεραιάς 87. 270. 287, comp. γεραίτερος Iliad. 9, 60. 24, 149. 178 Od. 3, 362, accus. γεραίτερον 24. Hom. gebraucht das Wort nur von Menschen; ὁ γεραιός substantivisch, der Alte, Iliad. 1, 35. 11, 632 Od. 3, 373; γεραιέ substantivisch, Alter, Od. 2, 201. 14, 131 Iliad. 10, 558; γεραιὲ διοτρεφές Iliad. 11, 648; Φοῖνιξ, ἄττα γεραιέ, διοτρεφές Iliad. 9, 607; 17, 561 Φοῖνιξ, ἄττα γεραιὲ παλαιγενές. Substantivisch auch γεραιαί und γεραιάς an den oben genannten Stellen. Zu diesen γεραιαῖς des sechsten Buches der Ilias gehört nach vs. 379 auch Andromache, so daß also der Begriff »alt« hier gar nicht paßt, vgl. γέρων; Apoll. Lex. Homer. p. 54, 22 γεραιάς τὰς γέρας τι ἐχούσας γυναῖκας. οἱ μὲν τὰς ἱερείας προπολούσας; Scholl. Iliad. 6, 270 γεραιάς: γράφεται καὶ γεραιράς. – Bei den Folg. überwiegt der Begriff »alt« vollständig: προπάτωρ Pind. N. 4, 89; Tragg. u. in att. Prosa gew. von Menschen; seltner von Sachen: σῶμα γ., der greise Körper, Soph. O. C. 200; χείρ Eur. Hec. 64; Πριάμου πόλις γ., uralte Stadt, Aesch. Ag. 963. Häufiger, bes. in Prosa, im comp., οἱ γεραίτεροι, die Aeltern, Plat. Legg. XII, 952 a; die Volksältesten, vgl. Xen. Cyr. 1, 5, 5; γεραίτατος Plat. Lach. 201 b u. öfter. S. γηραιός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. vieux, âgé ; avec idée de respect vénérable vieillard ; οἱ γεραίτεροι, les anciens du peuple, le conseil des anciens;
II. postér. 1 de vieillard (corps, main);
2 antique (ville);
Cp. γεραίτερος, Sp. γεραίτατος.
Étymologie: γέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεραιός -ά -όν γέρας comp. γεραίτερος, superl. γεραίτατος oud, bejaard, van pers.:; οἱ γεραίτεροι de ouderen Thuc. 6.18.6; ook van zaken:. πόλις γ. de oude stad Aeschl. Ag. 710.

Russian (Dvoretsky)

γεραιός:
1 старый, почтенный (ἄττα Hom.; προπάτωρ Pind.);
2 древний (Πριάμου πόλις Aesch.);
3 старческий (σῶμα Soph.; χείρ Eur.).
IIстарец, старик Hom., Plut.: οἱ γεραίτεροι Arst. люди постарше, Xen., Plat. старейшины.

English (Autenrieth)

old, aged, venerable; only subst. in Homer, δῖε γεραιέ, Il. 24.618; Φοῖνιξ ἄττα, γεραιὲ διοτρεφές, Il. 9.607; παλαιγενές, Il. 17.561; γεραιαί, Il. 6.87.— Comp., γεραίτερος.

English (Slater)

γεραιός
1 old Εὐφάνης γεραιὸς προπάτωρ σὸς (N. 4.89)

Greek Monolingual

γεραιός, -ά, -όν (Α)
Ι. 1. σεβαστός, σεβάσμιος
2. αρχαίος, παλαιός (< «γεραιὰ πόλις»)
3. γέρικος, γερασμένος («γεραιὸν σῶμα», «γεραιὰ χείρ»)
II. 1. (συγκρ.) γεραίτερος, -α, -ον
(συνήθως ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) oἱ γεραίτεροι
οι γέροντες, οι προεστοί ενός τόπου
2. (υπερθ.) γεραίτατος, -η, -ον
ο πολύ μεγάλης ηλικίας, πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρας
σημασιολογικά ο τ. συνδέεται με το γέρων, τονίζεται δε αναλογικά προς το παλαιός.

Greek Monotonic

γεραιός: -ά, -όν (γέρων),
I. = γηραιός, ηλικιωμένος, σε Όμηρ. και σε Τραγ.· λέγεται για ανθρώπους, με την έννοια της αξιοπρέπειας, όπως το Λατ. signor, στους ίδ.· ὁ γεραιός, ο σεβάσμιος εκείνος άνθρωπος, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ., γεραίτερος, σε Όμηρ.· οἱ γεραίτεροι, οι πρεσβύτεροι, οι γέροντες, οι δημογέροντες, οι συγκλητικοί, σε Αισχύλ., Ξεν., πρβλ. γέρων· υπερθ., γεραίτατος, σε Αριστοφ.· σπάνια = πρεσβύτατος, ο πιο ηλικιωμένος, σε Θεόκρ.
II. λέγεται για πράγματα, αρχαίος, παλιός, σε Τραγ.

Greek (Liddell-Scott)

γεραιός: -ά, -όν, (γέρων, γῆρας) = γηραιός, γέρων· παρ’ Ὁμ. (ὅστις οὐδαμοῦ ἔχει γηραιός) ἀείποτε ἐπὶ ἀνδρῶν μετά τινος ἐννοίας ἀξιοπρεπείας ὡς τὸ signor· καὶ οὕτω παρὰ Πινδ. Ν. 4. 145, καὶ Τραγ.· ὁ γεραιός, ὁ σεβάσμιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, Ἰλ. Α. 35, κτλ.· γεραιὲ Κ. 164, κτλ.· γεραιαὶ Ζ. 87·- συγκρ. γεραίτερος, ὡς τὸ παλαίτερος, Ὅμ., κ. ἀλλ.· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πολιτικῆς σημασίας, οἱ γεραίτεροι, οἱ πρεσβύτεροι, οἱ γέροντες ἢ δημογέροντες, οἵτινες κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἀπετέλουν τὸ διοικητικὸν συμβούλιον τοῦ τόπου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 848, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 5, Πλάτ. Νόμ. 952Α, κ. ἀλλ.·- πρβλ. γέρων·- ὑπερθ. γεραίτατος Ἀριστοφ. Ἀχ, 286, Πλάτ. Νόμ. 855Ε, κτλ.· σπανίως = πρεσβύτατος, γεροντότατος, Θεόκρ. 15. 139. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀρχαῖος, παλαιός, πόλις Αἰσχύλ. Ἀγ. 710· σῶμα Σοφ. Ο. Κ. 200· χεὶρ Εὐρ. Ἑκ. 64. [γεραῐὸς Τυρταῖ. 7. 20, κτλ.· πρβλ. γεραός].

Middle Liddell

= γηραιός γέρων
I. old, in Hom. and Trag.; of men, with notion of dignity, like signor, Trag.; ὁ γεραιός that reverend sire, Il.:—comp. γεραίτερος, Hom.; οἱ γεραίτεροι the elders, senators, Aesch., Xen.; cf. γέρων:— Sup. γεραίτατος, Ar.; rarely = πρεσβύτατος, eldest, Theocr.
II. of things, ancient, Trag.

English (Woodhouse)

aged, old

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό γέρων (γῆρας). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό γηράσκω.

Lexicon Thucydideum

senior, elder, 6.18.6.

Translations

old

Adyghe: жъы; Afrikaans: ou; Albanian: plak; Arabic: كَبِير اَلسِّنّ, مُسِنّ; Egyptian Arabic: عجوز; Hijazi Arabic: كَبير, عجوز, شايب; Juba Arabic: ajuus; South Levantine Arabic: كبير; Aragonese: biello, viello; Armenian: ծեր, պառավ, տարեց; Assamese: বুঢ়া, বুঢ়ী; Asturian: vieyu; Azerbaijani: qoca; Bashkir: ҡарт; Basque: zahar, agure, atso; Belarusian: стары, пажылы, у гадах, немалады; Bengali: পুরোনো, প্রবীণ; Bhojpuri: बूढ़; Brunei Malay: tua, beumur; Bulgarian: стар, въ́зстар, възстар, въ́зрастен; Burmese: အို; Carpathian Rusyn: старый; Catalan: vell, gran, longeu; Chamicuro: shashaka; Cherokee: ᎠᎦᏴᎵ; Chickasaw: sipokni; Chinese Cantonese: ; Dungan: ло; Mandarin: , 年老的, 老年的; Chuvash: ватӑ; Czech: starý; Danish: gammel; Dutch: oud; Elfdalian: gåmål; Erzya: сыре; Esperanto: maljuna, grandaĝa, olda; Estonian: vana; Etruscan: 𐌅𐌄𐌕𐌖𐌔; Even: хагди; Evenki: сагды; Finnish: vanha; Franco-Provençal: vielyo; French: vieux; Friulian: vieli; Galician: vello; Georgian: მოხუცი, ბებერი, ხანდაზმული; German: alt; Middle High German: eltlich; Gothic: 𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹𐍃, 𐍃𐌹𐌽𐌴𐌹𐌲𐍃, 𐍆𐌰𐌹𐍂𐌽𐌴𐌹𐍃; Greek: γηραιός, ηλικιωμένος; Ancient Greek: ἀρχαϊκός, ἀρχαιοπρεπής, ἀρχαῖος, ἀρχέγονος, γεραιός, γέρυς, γηραιός, γηραλέος, γρήιος, δηναιός, ἕνος; Gujarati: ઘરડું; Hawaiian: luahine, ʻelemakule; Hebrew: זָקֵן, קָשִׁישׁ; Hiligaynon: baúg; Hindi: बूढ़ा; Hungarian: öreg, idős; Icelandic: gamall; Ido: olda; Igbo: agadi; Indonesian: tua; Irish: sean, aosta; Italian: vecchio, anziano; Japanese: 年老いた, 老いた; Javanese: tuwa; Kabuverdianu: bedju, bedje; Karakhanid: يَشْلِغْ; Kashubian: stôri; Kazakh: кәрі; Khmer: ចាស់; Korean: 늙다, 나이들다, 연로하다, 나이 많다; Kurdish Central Kurdish: پیر; Northern Kurdish: pîr; Kyrgyz: кары; Lao: ແກ່; Latin: vetus, vetulus, senex, annosus; Latvian: vecs; Ligurian: vêgio; Lithuanian: senas; Livonian: vanā; Lombard: vegg, veggia; Louisiana Creole French: vyé; Macedonian: стар; Malay: tua; Malayalam: പഴയ, പഴയത്; Maltese: xiħ, xiħa, xjuħ; Manchu: ᠰᠠᡴ᠋ᡩ᠋ᠠ; Marathi: म्हातारा, वृद्ध; Minangkabau: tuo, gaek; Mòcheno: òlt; Moksha: ташта; Mongolian: хөгшин; Nanai: сагди; Navajo: sání; Norwegian Bokmål: gammel, gammal; Nynorsk: gamal, gammal; Occitan: vièlh; Old Church Slavonic Cyrillic: старъ; Old East Slavic: старъ; Old English: eald, gamol; Old Javanese: tuha; Ottoman Turkish: یاشلی, قوجه; Papiamentu: bieu; Persian: پیر, کهنسال, مسن, زرمان; Plautdietsch: oolt; Polish: stary, niemłody; Portuguese: velho, idoso; Punjabi: ਬੁੱਢਾ; Rapa Nui: koroua, tuuai; Romani: phuro; Romanian: bătrân; Romansch: vegl; Russian: старый, пожилой), немолодой, в летах, в годах, в возрасте; Samoan: matua; Sanskrit: वृद्ध; Scottish Gaelic: sean, aosda; Serbo-Croatian Cyrillic: стар; Roman: star; Sinhalese: නාකි, වයසක; Slovak: starý, bývalý; Slovene: stàr; Sorbian Lower Sorbian: stary; Spanish: anciano, viejo, provecto, añejo, longevo; Sundanese: sepuh; Swedish: gammal, åldrig, ålderstigen; Tajik: пир; Tatar: карт; Tausug: mas; Telugu: ముసలి; Tetum: katuas, ferik; Thai: แก่; Tocharian B: ktsaitstse, śrāñ; Tongan: motuʻa; Turkish: yaşlı; Turkmen: garry; Udmurt: пересь; Ukrainian: старий, лі́тній, у літах, немолодий, підстаркуватий; Urdu: بوڑھا; Uyghur: قېرى; Uzbek: qari; Venetan: vècio, vecio; Vietnamese: già; Waray-Waray: a-rug, lagas; Welsh: hen; West Frisian: âld; Yiddish: אַלט, זקנדיק, זקניש, יעריק; Zazaki: khal; Zhuang: laux

senator

Afrikaans: senator; Albanian: senator; Arabic: سِنَاتُور; Armenian: սենատոր; Azerbaijani: senator; Basque: senatari; Belarusian: сенатар; Bengali: সিনেটার; Bulgarian: сенатор; Catalan: senador, senadora; Chinese Mandarin: 參議員, 参议员; Czech: senátor, senátorka; Danish: senator; Dutch: senator; Esperanto: senatano, senatanino; Estonian: senaator; Finnish: senaattori; French: sénateur, sénatrice; Galician: senador, senadora; Georgian: სენატორი; German: Senator, Senatorin; Greek: γερουσιαστής; Ancient Greek: βολλεύτας, βουλευτήρ, βουλευτής, γεραιός, γεραός, γερουσίας, γερουσιαστής; Hawaiian: kenekoa; Hebrew: סֵנָטוֹר / סנאטור, סנאטורית; Hindi: सीनेटर; Hungarian: szenátor; Hunsrik: Sënatoer; Icelandic: öldungaráðsmaður; Igbo: asogwa, senētọ̄; Indonesian: senator; Irish: seanadóir; Italian: senatore, senatrice; Japanese: 上院議員; Kazakh: сенатор; Korean: 상원의원(上院議員); Kurdish Northern Kurdish: senator; Kyrgyz: сенатор; Latin: senator, senatrix; Latvian: senators; Lithuanian: senatorius; Macedonian: сенатор, сенаторка; Norman: sénateu; Norwegian Bokmål: senator; Nynorsk: senator; Persian: سناتور; Polish: senator, senatorka; Portuguese: senador, senadora; Romanian: senator, senatoare; Russian: сенатор; Serbo-Croatian Cyrillic: сѐна̄тор; Roman: sènātor; Slovak: senátor, senátorka; Slovene: senator, senatorka; Sotho: mosenate; Spanish: senador, senadora; Swahili: seneta; Swedish: senator; Thai: สมาชิกวุฒิสภา, วุฒิสมาชิก, ส.ว.; Turkish: senatör; Turkmen: senator; Ukrainian: сенатор; Urdu: سنٹر; Uzbek: senator; Vietnamese: nghị sĩ, thượng nghị sĩ; Welsh: seneddwr; Yiddish: סענאַטאָר; Yoruba: aṣòfin-àgbà, sẹ́nétọ̀