γερανίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, (γέρανος) crane-necked, long-necked, Phryn.PSp.55 B.

Spanish (DGE)

(γερᾰνίας) -ου, ὁ cuello de grulla dicho de una pers. c. el cuello muy largo Com.Adesp.970.

German (Pape)

[Seite 485] ὁ, mit langem Kranichhals, B. A. 31.

Greek (Liddell-Scott)

γερᾰνίας: -ου, ὁ, (γέρανος) ὁ μακρὸν ἔχων λαιμὸν ὡς τὸν τοῦ γεράνου, Α. Β. 31.