γεραόχον, holder of privilege, Glossaria on ἀγέρωχος, Sch.Il.10.430.
-ονarrogante, gallardo γεραόχων, σεμνῶν καὶ ἐντίμων Sch.Er.Il.10.430.
γεραόχος, -ον (Μ)αυτός που κατέχει τιμητικά προνόμια.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρας + -οχος < έχω].
Ehre habend, Schol. Il. 10.430, Erkl. von ἀγέρωχος.