γεροντοβρόσια

Greek Monolingual

και -μοίρια και -τρόφια, τα
κτήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που κρατούσαν για τη συντήρηση τους οι γονείς, όταν μοίραζαν την περιουσία στα παιδιά τους.