γερόντειος
English (LSJ)
α, ον, belonging to an old man or old age, Ar.Fr.715.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. lat. gerontea Ps.Apul.Herb.76.22, Gloss.3.564; geruntia, Gloss.3.624; geruncia, Gloss.3.591; geroncia, Gloss.3.612
I perteneciente a los ancianos παλαῖστραι Antiph.298.
II subst.
1 τὸ γ. lugar de reunión de los ancianos o del Consejo de ancianos τῶν ἐν τῷ γεροντείῳ φερομένων SEG 9.5.37 (Cirene II/I a.C.) en Berytus 12.1958.127, cf. IEphesos 4123.20 (imper.).
2 ἡ γ. v. γερουσία.
3 ἡ γ. bot. hierba cana, Senecio vulgaris L., Ps.Apul.l.c., Gloss.ll.cc.
German (Pape)
[Seite 486] den Greis betreffend, παλαῖστραι Poll. 2, 13 aus com.
Russian (Dvoretsky)
γερόντειος: стариковский (παλαίστραι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
γερόντειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς γέροντα ἢ εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν, Πολύδ. Β΄, 13, ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 603· - γεροντιαῖος ἐν Εὐστ. Πονημ. 343. 83.
Greek Monolingual
γερόντειος, -α, -ον (Α)
αυτός που αρμόζει ή ανήκει σε άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας, ο γεροντικός.