γεφυρουργία

English (LSJ)

ἡ, bridge-making, Tz.H.1.931.

Spanish (DGE)

(γεφῡρουργία) -ας, ἡ construcción de puentes Tz.H.1.934.

Greek (Liddell-Scott)

γεφῡρουργία: ἡ, (*ἔργω) ἡ κατασκευὴ γεφυρῶν, Τζέτζ. Ἱστ. 1. 931.

Greek Monolingual

γεφυρουργία, η (Μ)
η κατασκευή γεφυρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + -ουργία < -ουργός < έργον].