γεωπέδιον

German (Pape)

[Seite 488] τό, dim. zum folgdn, Her. 7, 28, nach Schweigh.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fonds de terre, jardin.
Étymologie: γεώπεδον.

Greek (Liddell-Scott)

γεωπέδιον: τό, μέρος, τεμάχιον γῆς, κῆπος, ἰδίως ἐντὸς πόλεως, Ἡρόδ. 7. 28, ἔνθα τὸ Sancr. χφον ἔχει γεωπέδων, ὅστις τύπος φαίνεται ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 15· πρβλ. γήπεδον.

Russian (Dvoretsky)

γεωπέδιον: и γεῶπεδον τό Her. = γήπεδον.