γήπεδον
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
τό,
A = γεώπεδον, plot of ground, Pl.Lg.741c, Arist.Pol.1263a3.
II Trag. used Dor. form γάπεδον acc. to St. Byz.: hence γ. for δάπεδον (metri gr.), A.Pr.829 (Pors.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): jón. γεώπεδον Hdt.7.28; dór. γάπεδον IG 4.823.58 (Trecén IV a.C.), St.Byz.s.u. Γῆ, Hsch.
fundo, predio rústico μοι ἀπὸ ἀνδραπόδων τε καὶ γεωπέδων ἀρκέων ἐστὶ βίος Hdt.l.c., τὸν πριάμενον ... ὧν ἔλαχεν οἰκοπέδων ἢ γηπέδων Pl.Lg.741c, cf. Arist.Pol.1263a3, Lyc.617, IG l.c.
•terreno, solar Hsch.l.c., Phot.γ 107.
German (Pape)
[Seite 489] τό, = γεώπεδον, Grundstück, Garten; ἢ οἰκόπεδον Plat. Legg. V, 741 c; vgl. Phryn. B. A. 32, der hinzusetzt τὰ ἐν ταῖς πόλεσι προκείμενα ταῖς οἰκίαις, wie Schol. Il. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fonds de terre, particul. fonds de terre attenant à une maison, jardin.
Étymologie: γῆ, -πεδον, cf. δάπεδον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γήπεδον -ου, τό, Dor. γάπεδον -ου [γῆ, πέδον stuk grond.
Russian (Dvoretsky)
γήπεδον: ион. γεώπεδον или γεωπέδιον τό участок земли Her., Plat., Arst.
Middle Liddell
Greek Monotonic
γήπεδον: Δωρ. και Τραγ. γά-πεδον, τό, τεμάχιο, κομμάτι γης, σε Αισχύλ.· πρβλ. γεώ-πεδον.
Greek (Liddell-Scott)
γήπεδον: τό, =γεωπέδιον, τεμάχιον, μέρος γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. τύπος γάπεδον [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ δάπεδον [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, χάριν τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «γήπεδον..., ὅπερ οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους γαμόρος, γάποτος, κτλ.