γεωσκόπος

Greek Monolingual

ο
1. επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη γεωσκοπία
2. αυτός που ασκεί τη μαντική με βάση τη γεωσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -σκοπος < σκοπός.