επιστήμονας

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ο και επιστήμων, ο, η (AM ἐπιστήμων, ὁ, ἡ) επίσταμαι
μσν.- νεοελλ.
αυτός που ύστερα από ειδικές σπουδές έχει αναγνωριστεί ως κάτοχος μιας επιστήμης
αρχ.-μσν.
έμπειρος, πεπειραμένος («τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας», Θουκ.)
αρχ.
1. συνετός, φρόνιμοςἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε», Ομ. Οδ.)
2. εκείνος που έχει σαφή γνώση κάποιου θέματος ή επιστήμης
3. (με απρμφ.) αυτός που γνωρίζει πώς να κάνει κάτιἐπιστήμων δέ λέγειν τε καὶ σιγᾶν», Πλάτ.).