γεωτραγία

English (LSJ)

ἡ, an eating of earthy substances, Hp.Morb.4.55.

German (Pape)

[Seite 488] ἡ, das Essen von Erde, Hippocr. de morb. IV p. 513.

Greek (Liddell-Scott)

γεωτρᾰγία: ἡ, τὸ τρώγειν γῆν, Ἱππ. 513. 19, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 3.

Greek Monolingual

γεωτραγία, η (Α)
η χρησιμοποίηση του χώματος ως τροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - (< γη) + (θ.) τραγ- έτραγον (αόρ. β' του τρώγω) + (κατάλ.) -ία].