γηίτης

Greek (Liddell-Scott)

γηίτης: -ου, ὁ, γεωργός, Σοφ. Τρ. 32, ἐν τῷ συνῃρ. τύπῳ γῄτης.

Middle Liddell

[γῆ]
a husbandman, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηίτης of γῄτης -ου, ὁ [γῆ] boer.