γηπάτταλος

English (LSJ)

ὁ, oblong radish, com. word in Luc.Lex.2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ bot. rábano Luc.Lex.2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. clou ou cheville en terre, n. comm. d'une sorte de légume, raifort ou rave.
Étymologie: γῆ, πάτταλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηπάτταλος -ου, ὁ [γῆ, πάτταλος aard-pin (kom. woord voor radijs). Luc. 46.2.

German (Pape)

ὁ, Erdpflock, gezierter Ausdruck für Rettig, Luc. Lexiph. 2.

Russian (Dvoretsky)

γηπάττᾰλος: ὁ ирон. земляной гвоздь, т. е. редька Luc.

Greek (Liddell-Scott)

γηπάτταλος: ὁ, πάσσαλος τῆς γῆς, ῥαφανὶς ἢ «δαυκίον», κωμ. λέξ. ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2.

Greek Monolingual

γηπάτταλος, ο (Α)
(κωμική λέξη του Λουκ.) πάσσαλος της γης, δηλ. το φυτό ραπάνι, η ραφανίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πάτταλος (αττ. τ. του πάσσαλος)].