γηπονέω

English (LSJ)

γηπονία, γηπονικός, γηπόνος, = γεωπονέω, qq.v.

Greek (Liddell-Scott)

γηπονέω: γηπονία, γηπονικός, γηπόνος, = γεωπ., ἃ ἴδε.

Russian (Dvoretsky)

γηπονέω: дор. γᾱπονέω Eur. = γεωργέω 1.

German (Pape)

Eur. Rhes. 75, dor. γαπονέω, = γεωπονέω.