γεωπονέω
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
till the ground, Ph.1.212; γᾱπ- E.Rh.75; γεη- Heph. Astr.2.28.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. γᾱπ- E.Rh.75; γηπ- Cyr.Al.M.70.1237C, M.71.577D; γεηπ- Heph.Astr.Epit.4.38.1
cultivar la tierra c. ac. int. ἀρούρας ... γαπονεῖν E.l.c., γεωπονεῖ καὶ φυτεύει παραδείσους Ph.1.52, ἐγεωπόνησε τὰς ἀπαρχάς Ph.1.423
•fig. τοῦ γηπονοῦντος τὴν Ἐκκλησίαν Cyr.Al.M.70.1237C
•abs. Ph.1.212, 450, Aesop.38, Heph.Astr.2.30.1, Cyr.Al.M.71.577D
•c. giro prep. τοὺς ἐν ἀγροῖς γεωπονοῦντας Eus.PE 1.4.3.
German (Pape)
[Seite 488] das Land bearbeiten, bebauen, Philo.
French (Bailly abrégé)
γεωπονῶ :
travailler à la terre.
Étymologie: γεωπόνος.
Greek (Liddell-Scott)
γεωπονέω: καλλιεργῶ τὴν γῆν, Φίλων 1. 212· γᾱπονεῖν Εὐρ. Ρήσ. 75.
Greek Monotonic
γεωπονέω: καλλιεργώ τη γη, οργώνω το έδαφος· γᾱπονεῖν, σε Ευρ.