γιγάντιος

Greek Monolingual

-α, -ο (Α γιγάντιος, -α, -ον)
νεοελλ.
ο γιγάντειος -
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ονομασία μήνα στην Άμφισσα και την Τριταία
2. το θηλ. ως ουσ. γιγάντια, η
η γιγαντομαχία.