γιγαντιαῖος
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
(γῐγαντιαῖος) -ον
1 gigantesco σώματα Pall.in Hp.143, Leont.Const.Hom.9.89, cf. Hsch.s.u. Ἀβραμιαῖος
•fig. gigantesco, extraordinario ἐν τοῖς ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι ... γ. φανείς Agathan.V.Gr.Ill.85.
2 adv. -ως como un gigante ἀναβαστάξας ... ἐν τῷ νώτῳ γ. Agathan.V.Gr.Ill.124.
Russian (Dvoretsky)
γῐγαντιαῖος: Aesop. = γιγάντειος.
German (Pape)
Aesop., VLL, gigantisch, riesenhaft.