γιγαντομαχώ

Greek Monolingual

μάχομαι σαν γίγαντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίγας (-αντος) + -μαχώ < -μαχος < μάχομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστείδη Ρ. Ραγκαβή].