γίγας

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

German (Pape)

[Seite 491] αντος, ὁ, gew. im plur., Giganten, bei Hom. ein wilder, riesiger Volksstamm, Od. 7, 59. 206. 10, 120; nach Hes. Th. 185 Söhne der Gäa, dah. γηγενεῖς; Aesch. nennt Spt. 406 den Kapaneus so; Sp., bes. LXX. u. K. S. = ein wilder Riese. [in Or. Sib. ι.]

Greek Monolingual

(-αντος), ο
βλ. γίγαντας.

Russian (Dvoretsky)

γίγας: αντος (ῐ) adj. гигантский, мощный (ζεφύρου γίγαντος αὔρα Aesch.).

Middle Liddell

[γῆ, γαῖα?]
I. mostly in pl. Γίγαντες, the Giants, a savage race destroyed by the gods, Od.; the sons of Gaia, Hes.
II. as adj. mighty, Ζέφυρος γίγας Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=πελώριος στό μέγεθος καί τή δύναμη, ἰσχυρός). Πιθανόν νά παράγεται ἀπό τό γαῖα, γῆ. Ἴσως ἀκόμη ἔχει σχέση μέ τό γίγνομαι.

Léxico de magia

gigante asoc. a Helios σὲ καλῶ, τὸν μέγαν ἐν οὐρανῷ, ... ὃν δορυφοροῦσιν οἱ δεκαὲξ γίγαντες a ti te llamo, el grande en el cielo, a quien acompañan como guardia los dieciséis gigantes P II 102