γιγαντοπάλαμος

Greek (Liddell-Scott)

γιγαντοπάλαμος: -ον, ὁ ἔχων Γίγαντος παλάμας, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 115, 127.

Greek Monolingual

γιγαντοπάλαμος, -ον (Μ)
1. αυτός που έχει παλάμες γίγαντα, δηλ. γιγαντόσωμος, ρωμαλέος
2. φρ. «παλάμη γιγαντοπάλαμος» — μεγάλη σαν του γίγαντα.